συσπαράσσω: Difference between revisions
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(1b) |
(c2) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br />to [[tear]] in pieces, NTest. | |mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br />to [[tear]] in pieces, NTest. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':suspar£ssw 需-士爬拉所<p>'''詞類次數''':動詞(1)<p>'''原文字根''':共同-抽痙<p>'''字義溯源''':徹底的扯破,重重抽瘋,抽瘋,全身發作;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[σπαράσσω]])=撕裂)組成,而 ([[σπαράσσω]])出自([[σπάω]])*=抽,拉)。參讀 ([[διαρήγνυμι]] / [[διαρήσσω]] / [[διαρρήγνυμι]])同義字<p/>'''出現次數''':總共(1);路(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 抽瘋(1) 路9:42 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 2 October 2019
English (LSJ)
Att. συσπαράττω,
A tear in pieces, Ev.Luc.9.42, Max.Tyr. 13.5.
German (Pape)
[Seite 1042] att. -ττω, mit, zugleich zerzausen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συσπᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, διασπαράττω, ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 42, Μάξ. Τύρ. 13, 5.
French (Bailly abrégé)
mettre en pièces en même temps ; tourmenter en même temps.
Étymologie: σύν, σπαράσσω.
English (Strong)
from σύν and σπαράσσω; to rend completely, i.e. (by analogy) to convulse violently: throw down.
English (Thayer)
1st aorist συνεσπάραξα; to convulse completely (see ῤήγνυμι, c.): τινα, L T Tr marginal reading WH; Max. Tyr. diss. 13,5.)
Greek Monolingual
και αττ. τ. συσπαράττω Α
σχίζω σε κομμάτια («ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν», ΚΔ).
Greek Monotonic
συσπᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κατακομματιάζω, κατακόβω, καταξεσχίζω, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συσπαράσσω: растерзывать (ῥῆξαι καὶ συσπαράξαι τινά NT).
Middle Liddell
attic -ττω fut. ξω
to tear in pieces, NTest.
Chinese
原文音譯:suspar£ssw 需-士爬拉所詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-抽痙
字義溯源:徹底的扯破,重重抽瘋,抽瘋,全身發作;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(σπαράσσω)=撕裂)組成,而 (σπαράσσω)出自(σπάω)*=抽,拉)。參讀 (διαρήγνυμι / διαρήσσω / διαρρήγνυμι)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 抽瘋(1) 路9:42