ἀνίλεως: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
(c1)
(cc1)
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':¢n⋯lewj 安-衣累哦士<p>'''詞類次數''':形容詞(1)<p>'''原文字根''':不-慈祥的<p>'''字義溯源''':無情的,無仁慈的,無憐憫的;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[ἵλεως]])*=歡愉的)組成<p/>'''出現次數''':總共(1);雅(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 無憐憫的(1) 雅2:13
|sngr='''原文音譯''':¢n⋯lewj 安-衣累哦士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':不-慈祥的<br />'''字義溯源''':無情的,無仁慈的,無憐憫的;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[ἵλεως]])*=歡愉的)組成<br />'''出現次數''':總共(1);雅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 無憐憫的(1) 雅2:13
}}
}}

Revision as of 13:06, 3 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνίλεως Medium diacritics: ἀνίλεως Low diacritics: ανίλεως Capitals: ΑΝΙΛΕΩΣ
Transliteration A: aníleōs Transliteration B: anileōs Transliteration C: anileos Beta Code: a)ni/lews

English (LSJ)

[ῑ], ων, Att. for ἀνίλαος (not in use),

   A unmerciful, Ep.Jac. 2.13 (s. v.l.), Hdn.Epim.257.

German (Pape)

[Seite 237] unbarmherzig, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνίλεως: [ῑ], ων, Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἀνίλαος (ἀχρήστου), ἀνηλεής, ἄσπλαγχνος, Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 257· πρβλ. ἀνέλεος. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. ἐν λέξει ἀνιλεῶς σ. 72 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
impitoyable.
Étymologie: ἀ, ἵλεως.

Spanish (DGE)

-ων
1 despiadado Hdn.Epim.257.
2 adv. despiadadamente ἐπεὶ οὖν ἔκειτο τὰ ἥπατά μου ἀνίλεως κατὰ τοῦ Ἰωσήφ T.Gad 5.11.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and ἵλεως; inexorable: without mercy.

English (Thayer)

ἀνιλεων, genitive ἀνιλέω (ἵλεως, Attic for ἴλαος), without mercy, merciless: R G). Found nowhere else (except Herodian, epim. 257). Cf. ἀνέλεος.

Greek Monolingual

(I)
ἀνίλεως, -ων
βλ. ανήλεος.
(II)
κ. ἀνήλεος, -η, -ο (AM ἀνίλεως, -ων
μσν. και ἀνήλεος, -ον)
ο ανηλεής, ο δίχως έλεος, ο άσπλαχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ιων.-αττ. ίλεως «ευμενής, σπλαχνικός»].

Greek Monotonic

ἀνίλεως: [ῑ], -ων, ανηλεής, άσπλαχνος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀνίλεως: ων NT v. l. = ἀνέλεος.

Middle Liddell

unmerciful, NTest.

Chinese

原文音譯:¢n⋯lewj 安-衣累哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-慈祥的
字義溯源:無情的,無仁慈的,無憐憫的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἵλεως)*=歡愉的)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 無憐憫的(1) 雅2:13