συγχύνω: Difference between revisions
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
(c2) |
(cc2) |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':sugcÚnw, (sugcšw) 尋格虛挪< | |sngr='''原文音譯''':sugcÚnw, (sugcšw) 尋格虛挪<br />'''詞類次數''':動詞(5)<br />'''原文字根''':共同-流<br />'''字義溯源''':雜亂地摻合,紛紛亂亂,亂,納悶,駁倒,激起,煽動,混亂,聳動;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=共同)與([[Χερούβ]])X*=灌注,流出)組成。參讀 ([[ἀνασείω]]) ([[παραβιάζομαι]])同義字<br />'''出現次數''':總共(5);徒(5)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 都亂了(1) 徒21:31;<br />2) 就聳動(1) 徒21:27;<br />3) 紛紛亂亂(1) 徒19:32;<br />4) 駁倒(1) 徒9:22;<br />5) 納悶(1) 徒2:6 | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 3 October 2019
English (LSJ)
A confound, by reasoning, Act.Ap.9.22:—Pass., A.D. Pron.104.12.
German (Pape)
[Seite 972] sp. Form für συγχέω, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
συγχύνω: ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, εἰς ἀπορίαν διὰ λογικῆς συζητήσεως, Σαῦλος δὲ μᾶλλον ἐνεδυναμοῦτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 22.
French (Bailly abrégé)
c. συγχέω.
Greek Monolingual
Α
επιφέρω σε κάποιον σύγχυση, προκαλώ ψυχική ταραχή ή δημιουργώ απορία («Σαῡλος δὲ μᾱλλον ἐνεδυναμοῡτο καὶ συνέχυνε τοὺς Ἰουδαίους», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χύνω, άλλος τ. ενεστ. αντί του χέω].
Greek Monotonic
συγχύνω: μόνο σε ενεστ., = συγχέω, αναμειγνύω, ανακατεύω, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συγχύνω: NT = συγχέω 8.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγχύνω [~ συγχέω] in verwarring brengen.
Middle Liddell
only in pres., = συγχέω
to confound, NTest.
Chinese
原文音譯:sugcÚnw, (sugcšw) 尋格虛挪
詞類次數:動詞(5)
原文字根:共同-流
字義溯源:雜亂地摻合,紛紛亂亂,亂,納悶,駁倒,激起,煽動,混亂,聳動;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=共同)與(Χερούβ)X*=灌注,流出)組成。參讀 (ἀνασείω) (παραβιάζομαι)同義字
出現次數:總共(5);徒(5)
譯字彙編:
1) 都亂了(1) 徒21:31;
2) 就聳動(1) 徒21:27;
3) 紛紛亂亂(1) 徒19:32;
4) 駁倒(1) 徒9:22;
5) 納悶(1) 徒2:6