переносить: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(No difference)
|
Revision as of 02:30, 14 October 2019
Russian > Greek
ὀτλέω, ἐξαντλέω, διαντλέω, ἀνέχω, ἀνίσχω, ὑπέχω, ὀϊζύω, οἰζύω, μοχθέω, ἀναπίμπλημι, ἀμπίμπλημι, ὀχέω, διαφέρω, ἀποτίθημι, ἐπαναφέρω, ἐπαμφέρω, πορθμεύω, διάγω, φορτοφορέω, μετεντίθεμαι, μεταφέρω, ἐπιδιαφέρω, μετεξαιρέομαι, λιπαρέω, μεταίρω, πεδαίρω, μετακομίζω, ὑπερφέρω, ὑπερφορέω, διαπορθμεύω, βαστάζω, ἀναδέχομαι, ἀναδέκομαι, διαφορέω, ἐκμοχθέω, μετάγω, μετατίθημι, ἀχθοφορέω, ἀντλέω