ἐξαντλέω
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
A drain or draw off, Pl.Lg.736b, PTeb.123.6 (i B. C.), Aret.SA2.4:—Pass., Arist.HA570a8.
2 metaph., endure to the end, see out, ἐκείνων μείζον' ἐ. πόνον E.Cyc.10; τὸν αὐτὸν δαίμον' ἐ. ἐμοί ib.110; τὸν αὐτὸν ἐ. βίον Id.Fr.454; βίον οἰκτρὸν ἐ. Men.74; στρατῷ γόους E.Supp.838.
3 empty out, Hld.1.3; squander, (πλοῦτον) Luc.Tim.18, cf. 17 (Pass.); δύναμιν πόνοις Id.Anach.35, cf. Alciphr.1.21.
Spanish (DGE)
I de líquidos
1 sacar, extraer, frec. drenar τὰ συρρέοντα Pl.Lg.736b, τὸ ὕδωρ ἀπὸ τοῦ θεμελίου τῆς γεφύρας PCair.Zen.176.119 (III a.C.), en v. pas. τοῦ θ' ὕδατος παντὸς ἐξαντληθέντος Arist.HA 570a8
•abs. sacar agua de la tierra PMil.Vogl.305.16 (II d.C.)
•achicar agua del barco BGU 2627.6 (I a.C.)
•cont. médico evacuar τάδε (τὰ ὑγρά) ἐξήντλησε ἡ νοῦσος Aret.SA 2.4.5
•ref. al vino trasegar en v. pas. μέτρῳ ᾧ τὸ ὅλον γένημα ἐξαντλεῖται según la medida con la que toda la añada ha sido trasegada, PSI 1249.27 (III d.C.), cf. SB 16265.6 (III d.C.), fig. ἀπὸ τῆς ψυχῆς ἐξαντλῆσαι τὴν πονηρίαν extirpar del alma la maldad Chrys.M.62.108.
2 duchar, hacer afusiones ἐγκαθίζειν δεῖ τινας καὶ ἐξαντλεῖν Herod.Med. en Orib.6.20.18, ἐ. αὐτὸν ὕδατι θερμῷ Hippiatr.26.10.
II de sólidos
1 náut. sacar de la nave un cargamento, descargar, desembarcar ἐπὶ δὲ τὴν ναῦν ὁρμήσαντες τὸν φόρτον ἐξήντλουν Hld.1.3.2
•tirar, arrojar por la borda, fig. deshacerse de τὸν πονηρὸν φόρτον Basil.M.31.552C, τὸ ἔνδον ἅπαν ἐξήντλησαν εἰς ἀπώλειαν Chrys.M.61.344.
2 del dinero malgastar, dilapidar πλοῦτον Luc.Tim.18, τὸ πολὺ τῆς οὐσίας Alciphr.3.38.2, πλοῦτον ... τοῖς μοναχοῖς Nil.M.79.273D, πᾶσαν περιουσίαν Chrys.M.59.576, fig. δύναμιν πόνοις Luc.Anach.35, en v. pas., habla Pluto ἀγανακτῶ ... ἐξαντλούμενος me irrito siendo despilfarrado Luc.Tim.17
•agotar τοὺς ἐν τῷ βασιλικῷ θησαυροὺς D.C.61.5.5, πηγὴν ἀγαθῶν ἐξαντλοῦντες agotando la fuente de los bienes Thdt.Is.1.71.
III fig. sufrir, soportar hasta el final ἐκείνων μείζον' ἐξαντλῶ πόνον soporto una pena mayor que aquéllas E.Cyc.10, τὸν αὐτὸν δαίμον' ἐξαντλεῖς ἐμοί sufres el mismo destino que yo E.Cyc.110, cf. Fr.454, βιὸν ὡς οἰκτρὸν ἐξαντλοῦσιν Men.Asp.fr.1.3, ἀρρωστίαν ἰσοθάνατον [ἐξ] ήντλησα soporté hasta el fin una gravísima enfermedad, SB 13222.19 (I d.C.).
German (Pape)
[Seite 870] 1) heraus-, ausschöpfen, ὕδατα Plat. Legg. V, 736 b; verbrauchen, durch Verschwendung erschöpfen, Luc. Tim. 18, vgl. 17; Alciphr. 1, 21. – 2) aushalten, ausdulden, mit Mühe vollenden; πόνον Eur. Cycl. 10. 282; δαίμονα, das Geschick, 110; γόους Suppl. 861; βίον οἰκτρόν Men. Stob. fl. 49, 8.
French (Bailly abrégé)
ἐξαντλῶ :
impf. ἐξήντλουν, ao. ἐξήντλησα;
épuiser, piller.
Étymologie: ἐξ, ἀντλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαντλέω:
1 вычерпывать (ὕδατα Plat.; τοῦ ὕδατος παντὸς ἐξαντληθέντος Arst.);
2 (до конца), претерпевать, переносить, выдерживать (μείζονα πόνον Eur.; βίον τινά Men., Plut.);
3 обирать, грабить (λακτιζόμενος καὶ ἐξαντλούμενος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαντλέω: ἀντλῶ ἔκ τινος, ἀντλῶ καὶ χύνω ἔξω, τὰ μὲν ἐξαντλοῦντας τὰ δὲ ἀποχετεύοντας Πλάτ. Νόμοι 736Β: - Παθ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 16, 2: ἴδε ἐν λ. ἐπαντλέω. 2) μεταφ., ὑφίσταμαι, ὑπομένω μέχρι τέλους, Λατ. exantlare, exhaurire, καὶ νῦν ἐκείνων μείζον’ ἐξαντλῶ πόνον Εὐρ. Κύκλ. 10· παπαῖ· τὸν αὐτὸν δαίμον’ ἐξαντλεῖς ἐμοί, ὑποφέρεις τὰ αὐτὰ βάσανα οἷα καὶ ἐγώ, αὐτόθι 110· τὸν αὐτὸν ἐξ. βίον ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 456· διάγω, βίον οἰκτρὸν ἐξαντλοῦσιν οἱ τὰ φρούρια τηροῦντες Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 5· περὶ τοῦ ἐν Εὐρ. Ἱκ. (838) χωρίου: μέλλων σ’ ἐρωτᾶν, ἡνίκ’ ἐξήντλεις στρατῷ γόους, κτλ., ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ, πρὸς δὲ καὶ σημ. Paley ἐν τῇ ἐκδόσει αὐτοῦ. 3) ἐκκινῶ, Ἡλιόδ. 1. 3· ἐκχέω, κατὰ σπουδὴν ἐξαντλῶν Λουκ. Τίμ. 18· σπαταλῶ, μετὰ τῶν ἑταιρῶν ἐξαντλοῦντα ἢ τὸ πᾶν ἢ τὸ πολὺ τῆς οὐσίας Ἀλκίφρ. 1. 21: ἐν τῷ παθ., πρὸς ἐνίων μὲν ἀτίμως λακτιζόμενος... καὶ ἐξαντλούμενος (ἐγὼ ὁ Πλοῦτος) Λουκ. Τίμ. 17.
Greek Monotonic
ἐξαντλέω: μέλ. -ήσω,
1. αντλώ νερό· μεταφ., υπομένω μέχρι τέλους, παρακολουθώ μέχρι τέλους, Λατ. exantlare, exhaurire, σε Ευρ.
2. μεταφ. επίσης, κλέβω, ληστεύω, λεηλατώ, λαφυραγωγώ, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to draw out water:—metaph. to endure to the end, see out, Lat. exantlare, exhaurire, Eur.
2. metaph. also to rob, plunder, Luc.