сочетание: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συνοικείωσις]], [[σύμπηξις]], [[σύμμιξις]], [[κρᾶσις]], [[συναθροισμός]], [[ὁμοδρομία]], [[σύνθεσις]], [[σύνδεσις]], [[συνέλευσις]], [[σύνερξις]], [[συναγωγή]], [[σύναψις]], [[παράζευξις]], [[σύζευξις]], [[σύστασις]], [[σύστημα]], [[συνθήκη]], [[συναρμογή]], [[κατάζευξις]], [[συμπλοκή]], [[σύμπλεξις]], [[σύνταξις]], [[σύναμμα]] | |rueltext=[[σύνοδος]], [[σύστασις]], [[συνοικείωσις]], [[σύμπηξις]], [[σύμμιξις]], [[κρᾶσις]], [[συναθροισμός]], [[ὁμοδρομία]], [[σύνθεσις]], [[σύνδεσις]], [[συνέλευσις]], [[σύνερξις]], [[συναγωγή]], [[σύναψις]], [[παράζευξις]], [[σύζευξις]], [[σύστασις]], [[σύστημα]], [[συνθήκη]], [[συναρμογή]], [[κατάζευξις]], [[συμπλοκή]], [[σύμπλεξις]], [[σύνταξις]], [[σύναμμα]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:55, 15 October 2019
Russian > Greek
σύνοδος, σύστασις, συνοικείωσις, σύμπηξις, σύμμιξις, κρᾶσις, συναθροισμός, ὁμοδρομία, σύνθεσις, σύνδεσις, συνέλευσις, σύνερξις, συναγωγή, σύναψις, παράζευξις, σύζευξις, σύστασις, σύστημα, συνθήκη, συναρμογή, κατάζευξις, συμπλοκή, σύμπλεξις, σύνταξις, σύναμμα