преследовать: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπιθέω]], [[λυπέω]], [[δίω]], [[ἐπιστατέω]], [[εἰλέω]], [[εἱλέω]], [[μεταμαίομαι]], [[μετακιάθω]], [[τροχηλατέω]], [[μεταθέω]], [[μετοίχομαι]], [[κυνηγετέω]], [[κυναγετέω]], [[μέτειμι]], [[ἐπιχράω]], [[πολιορκέω]], [[μεταπορεύομαι]], [[ἐκκινέω]], [[ἐνδίημι]], [[μεταδιώκω]], [[καταδιώκω]], [[ἀμφιέπω]], [[ἀμφέπω]], [[χαλέπτω]], [[ἐπιδιώκω]], [[διαδάκνω]], [[ἐπακολουθέω]], [[μεθέπω]], [[ἐφέπω]], [[ἐπέπω]] | |rueltext=[[διώκω]], [[ἐπιθέω]], [[λυπέω]], [[δίω]], [[ἐπιστατέω]], [[εἰλέω]], [[εἱλέω]], [[μεταμαίομαι]], [[μετακιάθω]], [[τροχηλατέω]], [[μεταθέω]], [[μετοίχομαι]], [[κυνηγετέω]], [[κυναγετέω]], [[μέτειμι]], [[ἐπιχράω]], [[πολιορκέω]], [[μεταπορεύομαι]], [[ἐκκινέω]], [[ἐνδίημι]], [[μεταδιώκω]], [[καταδιώκω]], [[ἀμφιέπω]], [[ἀμφέπω]], [[χαλέπτω]], [[ἐπιδιώκω]], [[διαδάκνω]], [[ἐπακολουθέω]], [[μεθέπω]], [[ἐφέπω]], [[ἐπέπω]], [[ἕπομαι]], [[ὁμαρτέω]], [[μετέρχομαι]], [[βιβάω]], [[ἐπείγω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:00, 15 October 2019
Russian > Greek
διώκω, ἐπιθέω, λυπέω, δίω, ἐπιστατέω, εἰλέω, εἱλέω, μεταμαίομαι, μετακιάθω, τροχηλατέω, μεταθέω, μετοίχομαι, κυνηγετέω, κυναγετέω, μέτειμι, ἐπιχράω, πολιορκέω, μεταπορεύομαι, ἐκκινέω, ἐνδίημι, μεταδιώκω, καταδιώκω, ἀμφιέπω, ἀμφέπω, χαλέπτω, ἐπιδιώκω, διαδάκνω, ἐπακολουθέω, μεθέπω, ἐφέπω, ἐπέπω, ἕπομαι, ὁμαρτέω, μετέρχομαι, βιβάω, ἐπείγω