μεταμαίομαι

From LSJ

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμαίομαι Medium diacritics: μεταμαίομαι Low diacritics: μεταμαίομαι Capitals: ΜΕΤΑΜΑΙΟΜΑΙ
Transliteration A: metamaíomai Transliteration B: metamaiomai Transliteration C: metamaiomai Beta Code: metamai/omai

English (LSJ)

search after, chase, ἄγραν Pi.N.3.81.

German (Pape)

[Seite 149] (s. μαίομαι), aufspüren und zu erlangen suchen, ἀετὸς τηλόθι – ἄγραν, Pind. N. 3, 77.

French (Bailly abrégé)

poursuivre.
Étymologie: μετά, μαίομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεταμαίομαι: выслеживать, преследовать (ἄγραν Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταμαίομαι: ἀποθ., ἀναζητῶ, ζητῶ νὰ εὕρω, ἄγραν Πινδ. Ε. 3. 141.

English (Slater)

μεταμαίομαι search after (αἰετὸς) ὃς ἔλαβεν αἶψα, τηλόθε μεταμαιόμενος δαφοινὸν ἄγραν ποσίν (N. 3.81)

Greek Monolingual

μεταμαίομαι (Α)
ερευνώ, αναζητώ, ζητώ να βρω, να επιτύχω («τηλόθε μεταμαιόμενος, διαφοινὸν ἄγραν ποσίν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + μαίομαι «ερευνώ, ζητώ»].

Greek Monotonic

μεταμαίομαι: αποθ., ακολουθώ στο κατόπι, κυνηγώ, σε Πίνδ.

Middle Liddell

Dep. to search after, chase, Pind.