μεταμαίομαι
From LSJ
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
English (LSJ)
search after, chase, ἄγραν Pi.N.3.81.
German (Pape)
[Seite 149] (s. μαίομαι), aufspüren und zu erlangen suchen, ἀετὸς τηλόθι – ἄγραν, Pind. N. 3, 77.
French (Bailly abrégé)
poursuivre.
Étymologie: μετά, μαίομαι.
Russian (Dvoretsky)
μεταμαίομαι: выслеживать, преследовать (ἄγραν Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταμαίομαι: ἀποθ., ἀναζητῶ, ζητῶ νὰ εὕρω, ἄγραν Πινδ. Ε. 3. 141.
English (Slater)
μεταμαίομαι search after (αἰετὸς) ὃς ἔλαβεν αἶψα, τηλόθε μεταμαιόμενος δαφοινὸν ἄγραν ποσίν (N. 3.81)
Greek Monolingual
μεταμαίομαι (Α)
ερευνώ, αναζητώ, ζητώ να βρω, να επιτύχω («τηλόθε μεταμαιόμενος, διαφοινὸν ἄγραν ποσίν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + μαίομαι «ερευνώ, ζητώ»].
Greek Monotonic
μεταμαίομαι: αποθ., ακολουθώ στο κατόπι, κυνηγώ, σε Πίνδ.