ἀμφέπω
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
English (LSJ)
v. ἀμφιέπω.
Spanish (DGE)
v. ἀμφιέπω.
German (Pape)
[Seite 133] Hom. Soph. Eur., = ἀμφιέπω.
French (Bailly abrégé)
impf. ἄμφεπον;
1 poursuivre;
2 avec un suj. de chose entourer, envelopper : γάστρην τρίποδος πῦρ ἄμφεπε IL le feu enveloppa les flancs du trépied ; τὴν πρύμνην πῦρ ἄμφεπε IL le feu enveloppa la poupe;
3 s'occuper de, prendre soin de ; abs. prendre soin de qch, s'occuper de qch avec soin;
4 s'attacher à ; fréquenter, habiter : κλυτὰν ὃς ἀμφέπεις Ἰταλίαν SOPH toi qui aimes le séjour de l'Italie;
5 s'attacher à ; veiller sur, gouverner.
Étymologie: ἀμφί, ἕπω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφέπω: Hom., Pind., Trag. = ἀμφιέπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφέπω: ποιητ. ἀντὶ ἀμφιέπω.
English (Autenrieth)
(ἕπω), only part. ἀμφιέπων and ipf.: move round, envelop, γάστρην τρίποδος πῦρ ἄμφεπε, Il. 18.348; of persons, be busy about, in preparing meat, attending to sacrifices, etc., ὥς οἵ γ' ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος, Il. 24.804; freq. the part. in connection with another verb, ἀμφιέποντες, busily.
see ἀμφιέπω.
English (Slater)
ἀμφέπω (-έπει; -έπων, -έποντ(α); -έπειν.
1 attend to, minister to
a of men, worship Ἱέρων φοινικόπεζαν ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν καὶ Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος (O. 6.95)
b of divinities, protect τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω (P. 3.108)
c of physician, attend to ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν, τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων (sc. Asklepios.) (P. 3.51)
d met., devote oneself to ἀρίστευον παῖδες ἀνορέᾳ χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον (I. 8.25)
2 possess, enjoy
a Ἱέρωνος θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον (O. 1.12) νῦν δὲ παρ' Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει (sc. Herakles.) (I. 4.59)
b of gods, possess, be guardian of μυχόν τ' ἀμφέπει μαντήιον sc. Apollo (P. 5.68) καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις (sc. the nymph Libya.) (P. 9.70)
c cherish, enjoy μάλα δ' ἐθέλοντι σύμπειρον ἀγωνίᾳ θυμὸν ἀμφέπειν (N. 7.10) πατρὶ Σωγένης ἀταλὸν ἀμφέπων θυμὸν (N. 7.91) met., of an oak, μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (codd.: ἀμφέπῃ coni. Heyne.) (P. 4.268)
3 possess, met., surround, crown ἐγὼ δὲ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι, κιρναμένα δ' ἔερσ ἀμφέπει (N. 3.78)
4 frag. ]χος ἀμφέπο[ισ' ἄν]θεα δρέπῃ (supp. Lobel.) Πα. 12. . γλώ]σσαργον ἀμφέπων ἐρεθίζομαι πρὸς ἀυτά[ν fr. 140b. 13. χ]άριν [ἀμ]φέπων χρυ[σο]π[ (supp. Lobel.) fr. 215b. 8.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀμφέπω: ποιητ. αντί ἀμφιέπω.