разделять: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[μερίζω]], [[μερίσδω]], [[δαίω]], [[δαΐζω]], [[καταμερίζω]], [[μοιράω]], [[δατέομαι]], [[διαδαίομαι]], [[διχάζω]], [[κατακερματίζω | |rueltext=[[διαιρέω]], [[κρίνω]], [[διαλαμβάνω]], [[μερίζω]], [[μερίσδω]], [[δαίω]], [[δαΐζω]], [[καταμερίζω]], [[μοιράω]], [[δατέομαι]], [[διαδαίομαι]], [[διχάζω]], [[κατακερματίζω]], [[χωρίζω]], [[ἀποσπάω]], [[διατειχίζω]], [[κοινωνέω]], [[καταλοχίζω]], [[διαλύω]], [[ἐπινέμω]], [[διέχω]], [[διακρίνω]], [[καταδιαιρέω]], [[ἀντιδιαιρέω]], [[διείργω]], [[διέργω]], [[διαχωρίζω]], [[διαμερίζω]], [[διανέμω]], [[ἐπιδιαιρέω]], [[διαρμόζω]], [[διαρμόττω]], [[διαστέλλω]], [[κατανέμω]], [[διαχέω]], [[διαφορέω]], [[διατμήγω]], [[διακόπτω]], [[τμήγω]], [[διαμοιράω]], [[περιρρήγνυμι]], [[περιρρηγνύω]], [[σχίζω]], [[διασπάω]], [[διασχίζω]], [[νέμω]], [[διαζεύγνυμι]], [[μιστύλλω]], [[τέμνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 15 October 2019
Russian > Greek
διαιρέω, κρίνω, διαλαμβάνω, μερίζω, μερίσδω, δαίω, δαΐζω, καταμερίζω, μοιράω, δατέομαι, διαδαίομαι, διχάζω, κατακερματίζω, χωρίζω, ἀποσπάω, διατειχίζω, κοινωνέω, καταλοχίζω, διαλύω, ἐπινέμω, διέχω, διακρίνω, καταδιαιρέω, ἀντιδιαιρέω, διείργω, διέργω, διαχωρίζω, διαμερίζω, διανέμω, ἐπιδιαιρέω, διαρμόζω, διαρμόττω, διαστέλλω, κατανέμω, διαχέω, διαφορέω, διατμήγω, διακόπτω, τμήγω, διαμοιράω, περιρρήγνυμι, περιρρηγνύω, σχίζω, διασπάω, διασχίζω, νέμω, διαζεύγνυμι, μιστύλλω, τέμνω