снаряжать: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συμπαρασκευάζω]], [[ἀναζεύγνυμι]], [[ἀναζευγνύω]], [[καταρτίζω]], [[ἐπισκευάζω]], [[ἐφοπλίζω]], [[παραρτύομαι]], [[ναυπηγέω]], [[ἀμφιέπω]], [[ἀμφέπω]], [[διασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], [[ὀτρύνω]], [[ἐφοδιάζω]], [[ἐποδιάζω]], [[ἐντύνω]], [[ἐντύω]], [[κατασκευάζω]], [[συσκευάζω]], [[στέλλω]], [[ἐξαρτύω]] | |rueltext=[[συναγείρω]], [[ζώννυμι]], [[συντάσσω]], [[συμπαρασκευάζω]], [[ἀναζεύγνυμι]], [[ἀναζευγνύω]], [[καταρτίζω]], [[ἐπισκευάζω]], [[ἐφοπλίζω]], [[παραρτύομαι]], [[ναυπηγέω]], [[ἀμφιέπω]], [[ἀμφέπω]], [[διασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], [[ὀτρύνω]], [[ἐφοδιάζω]], [[ἐποδιάζω]], [[ἐντύνω]], [[ἐντύω]], [[κατασκευάζω]], [[συσκευάζω]], [[στέλλω]], [[ἐξαρτύω]], [[κορύσσω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 15 October 2019
Russian > Greek
συναγείρω, ζώννυμι, συντάσσω, συμπαρασκευάζω, ἀναζεύγνυμι, ἀναζευγνύω, καταρτίζω, ἐπισκευάζω, ἐφοπλίζω, παραρτύομαι, ναυπηγέω, ἀμφιέπω, ἀμφέπω, διασκευάζω, ἑτοιμάζω, ὀτρύνω, ἐφοδιάζω, ἐποδιάζω, ἐντύνω, ἐντύω, κατασκευάζω, συσκευάζω, στέλλω, ἐξαρτύω, κορύσσω