неодолимый: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
(4) |
(ru-m-18-oct) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀπάλαμνος]] | |rueltext=[[ἀπάλαμνος]] ;; [[ὀχυρός]] ;; [[ἐρίδμητος]] ;; [[ἐρίδματος]] ;; [[ἰσχυρός]] ;; [[ἀνανταγώνιστος]] ;; [[ἀνυπέρβλητος]] ;; [[ἀπόλεμος]] ;; [[ἀπτόλεμος]] ;; [[ἀνυπόστατος]] ;; [[ἀμάχητος]] ;; [[ἀδάματος]] ;; [[ἀπεριγένητος]] ;; [[ἀπρόσμαχος]] ;; [[ἀνάλωτος]] ;; [[δύσμαχος]] ;; [[δυσεκβίαστος]] ;; [[ἀπρόσοιστος]] ;; [[ἀμαιμάκετος]] ;; [[ἀνεκβίαστος]] ;; [[ἀνίκητος]] ;; [[ἀνίκατος]] ;; [[ἀήσσητος]] ;; [[ἀήττητος]] ;; [[δυσπάλαιστος]] ;; [[ἄαπτος]] ;; [[ἀνεπιχείρητος]] ;; [[ἄληπτος]] ;; [[ἄπορος]] ;; [[ἀκατάλυτος]] ;; [[βιαστικός]] ;; [[δυσχείρωτος]] ;; [[δυσμεταχείριστος]] ;; [[ἀδήριτος]] ;; [[ἄπρακτος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:30, 18 October 2019
Russian > Greek
ἀπάλαμνος ;; ὀχυρός ;; ἐρίδμητος ;; ἐρίδματος ;; ἰσχυρός ;; ἀνανταγώνιστος ;; ἀνυπέρβλητος ;; ἀπόλεμος ;; ἀπτόλεμος ;; ἀνυπόστατος ;; ἀμάχητος ;; ἀδάματος ;; ἀπεριγένητος ;; ἀπρόσμαχος ;; ἀνάλωτος ;; δύσμαχος ;; δυσεκβίαστος ;; ἀπρόσοιστος ;; ἀμαιμάκετος ;; ἀνεκβίαστος ;; ἀνίκητος ;; ἀνίκατος ;; ἀήσσητος ;; ἀήττητος ;; δυσπάλαιστος ;; ἄαπτος ;; ἀνεπιχείρητος ;; ἄληπτος ;; ἄπορος ;; ἀκατάλυτος ;; βιαστικός ;; δυσχείρωτος ;; δυσμεταχείριστος ;; ἀδήριτος ;; ἄπρακτος