καθεκτός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kathektos
|Transliteration C=kathektos
|Beta Code=kaqekto/s
|Beta Code=kaqekto/s
|Definition=ή, όν, (κατέχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be held back, checked</b>, θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ κ. ἔτι <span class="bibl">D. 21.2</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pomp.</span>66</span>; <b class="b3">τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν</b> since power <b class="b2">could</b> not <b class="b2">be retained in the hands of</b> many, <span class="bibl">Id.<span class="title">Brut.</span>47</span>; <b class="b3">ἐν τῷ κ. εἶναι</b> to <b class="b2">contain</b> oneself, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.6</span>. Adv. <b class="b3">οὐ -τῶς</b> <b class="b2">so as</b> not <b class="b2">to be restrained</b>, μάχεσθαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Her.</span>10.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">in the grip of</b>, λούπησι χαλεπῆσιν Corinn.<span class="title">Supp.</span>1.28.</span>
|Definition=ή, όν, (κατέχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be held back, checked</b>, θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ κ. ἔτι <span class="bibl">D. 21.2</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pomp.</span>66</span>; <b class="b3">τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν</b> since power [[could]] not <b class="b2">be retained in the hands of</b> many, <span class="bibl">Id.<span class="title">Brut.</span>47</span>; <b class="b3">ἐν τῷ κ. εἶναι</b> to [[contain]] oneself, <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Im.</span>2.6</span>. Adv. <b class="b3">οὐ -τῶς</b> <b class="b2">so as</b> not <b class="b2">to be restrained</b>, μάχεσθαι <span class="bibl">Id.<span class="title">Her.</span>10.5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">in the grip of</b>, λούπησι χαλεπῆσιν Corinn.<span class="title">Supp.</span>1.28.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:40, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθεκτός Medium diacritics: καθεκτός Low diacritics: καθεκτός Capitals: ΚΑΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: kathektós Transliteration B: kathektos Transliteration C: kathektos Beta Code: kaqekto/s

English (LSJ)

ή, όν, (κατέχω)

   A to be held back, checked, θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ κ. ἔτι D. 21.2, cf. Plu.Fab.10, Pomp.66; τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν since power could not be retained in the hands of many, Id.Brut.47; ἐν τῷ κ. εἶναι to contain oneself, Philostr.Im.2.6. Adv. οὐ -τῶς so as not to be restrained, μάχεσθαι Id.Her.10.5.    II in the grip of, λούπησι χαλεπῆσιν Corinn.Supp.1.28.

German (Pape)

[Seite 1283] adj. verb. zu κατέχω, zurückzuhalten; θρασὺς καὶ βδελυρὸς καὶ οὐδὲ καθ. Dem. 21, 2; Sp., wie Plut. Fab. 10. – Auch adv., Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

καθεκτός: -ή, -όν, (κατέχω) ὁ κατεχόμενος ἢ ἐμποδιζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτὸς Δημ. 515. 12, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 10, Πομπ. 66· τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῖς ὄντων καθεκτῶν, ἐπειδὴἐξουσία δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ κρατηθῇ εἰς τὰς χεῖρας πολλῶν, ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 47· ἐν τῷ καθεκτῷ εἶναι, νὰ κρατηθῇ τις, νὰ περιορίσῃ ἑαυτόν, νὰ μείνῃ ἀδιάφορος, Φιλόστρ. 818. ― Ἐπίρρ., οὐ καθεκτῶς, οὕτως ὥστε νὰ μὴ περιορίζηταί τις, ὁ αὐτ. 712. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «καθεκτόν, ἐφικτόν, καταληπτόν».

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut arrêter, contenir.
Étymologie: adj. verb. de κατέχω.

Greek Monolingual

καθεκτός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που επιδέχεται αναχαίτιση, δεκτικός συγκράτησης, εμποδιζόμενος, αναχαιτιζόμενος («θρασὺς καὶ βδελυρὸς οὐδὲ καθεκτός», Δημοσθ.)
2. δεκτικός κατοχής («τῶν πραγμάτων οὐκέτι πολλοῑς ὄντων καθεκτῶν» — επειδή η εξουσία δεν ήταν πλέον δυνατό να κρατηθεί στα χέρια πολλών, Πλούτ.)
3. ο αρπαγμένος από κάποιον
4. εφικτός, καταληπτός
4. φρ. «ἐν τῷ καθεκτῷ εἶναι» — να κρατηθεί κάποιος, να περιορίσει τον εαυτό του, να μείνει αδιάφορος.
επίρρ...
καθεκτῶς (Α)
με τρόπο που επιδέχεται αναχαίτιση και περιορισμό («οὐ καθεκτῶς» — έτσι ώστε να μην περιορίζεται κανείς, Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. ρηματ. επίθ. σε -ός του ρ. κατ-έχω με σημασία «συγκρατώ, εμποδίζω»].

Greek Monotonic

καθεκτός: -ή, -όν (κατ-έχω), αυτός που μπορεί να συγκρατηθεί ή να εμποδιστεί, σε Δημ.· αυτός που μπορεί να αναχαιτισθεί, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καθεκτός: [adj. verb. к κατέχω могущий быть удержанным: οὑ κ. Dem., Plut. неудержимый, безудержный.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθεκτός -ή -όν adj. verb. van κατέχω, in toom te houden.

Middle Liddell

καθ-εκτός, κατέχω
to be held back or checked, Dem.: to be retained, Plut.