λελίημαι: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(1ba)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leliimai
|Transliteration C=leliimai
|Beta Code=leli/hmai
|Beta Code=leli/hmai
|Definition=old Ep. pf., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">strive eagerly</b>, Il., but only in part. λελῐημένος, λ. ὄφρα τάχιστα ὤσαιτ' Ἀργείους <span class="bibl">5.690</span>, cf. <span class="bibl">4.465</span>: as Adj., <b class="b2">eager</b>, βάν ῥ' ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι <span class="bibl">12.106</span>, cf. <span class="bibl">16.552</span>: in later Ep. c. gen., <b class="b2">eager for</b> a thing, λελιημένοι ἠπείροιο <span class="bibl">A.R.1.1164</span>: also 3sg. plpf. with inf., αὐδῆσαι λελίητο <span class="bibl">Id.3.1158</span>, cf. <span class="bibl">646</span>, <span class="bibl">4.1009</span>: 2sg. pf., λελίησαι ἀκούειν <span class="bibl">Theoc.25.196</span>, cf. <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>280.4</span>: 3pl. plpf. <b class="b3">λελίηντο</b> prob. cj. in <span class="bibl">Id.<span class="title">L.</span>118</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in phys. sense, <b class="b3">αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος</b> <b class="b2">rushing</b>, <span class="bibl">Emp.100.18</span>.</span>
|Definition=old Ep. pf., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">strive eagerly</b>, Il., but only in part. λελῐημένος, λ. ὄφρα τάχιστα ὤσαιτ' Ἀργείους <span class="bibl">5.690</span>, cf. <span class="bibl">4.465</span>: as Adj., [[eager]], βάν ῥ' ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι <span class="bibl">12.106</span>, cf. <span class="bibl">16.552</span>: in later Ep. c. gen., <b class="b2">eager for</b> a thing, λελιημένοι ἠπείροιο <span class="bibl">A.R.1.1164</span>: also 3sg. plpf. with inf., αὐδῆσαι λελίητο <span class="bibl">Id.3.1158</span>, cf. <span class="bibl">646</span>, <span class="bibl">4.1009</span>: 2sg. pf., λελίησαι ἀκούειν <span class="bibl">Theoc.25.196</span>, cf. <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>280.4</span>: 3pl. plpf. <b class="b3">λελίηντο</b> prob. cj. in <span class="bibl">Id.<span class="title">L.</span>118</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> in phys. sense, <b class="b3">αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος</b> [[rushing]], <span class="bibl">Emp.100.18</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:50, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λελίημαι Medium diacritics: λελίημαι Low diacritics: λελίημαι Capitals: ΛΕΛΙΗΜΑΙ
Transliteration A: lelíēmai Transliteration B: leliēmai Transliteration C: leliimai Beta Code: leli/hmai

English (LSJ)

old Ep. pf.,

   A strive eagerly, Il., but only in part. λελῐημένος, λ. ὄφρα τάχιστα ὤσαιτ' Ἀργείους 5.690, cf. 4.465: as Adj., eager, βάν ῥ' ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι 12.106, cf. 16.552: in later Ep. c. gen., eager for a thing, λελιημένοι ἠπείροιο A.R.1.1164: also 3sg. plpf. with inf., αὐδῆσαι λελίητο Id.3.1158, cf. 646, 4.1009: 2sg. pf., λελίησαι ἀκούειν Theoc.25.196, cf. Orph.Fr.280.4: 3pl. plpf. λελίηντο prob. cj. in Id.L.118.    II in phys. sense, αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος rushing, Emp.100.18.

German (Pape)

[Seite 28] (λαω, λιλαίομαι, eigtl. perf. dazu, statt λελίλημαι), begierig trachten, streben, Hom. nur im part. λελιημένος, adjectivisch gebraucht, hastig, voll Begier, ungestüm, ἕλκειν, Il. 4, 465, παρήϊξεν, 5, 690, βὰν ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι, 16, 552. Bei Ap. Rh. auch c. gen., λελιημένοι ἠπείροιο, 1, 1165; λελίητο ἰδέσθαι, er begehrte zu sehen, Orph. Arg. 1259; λελίητο αὐδῆσαι, Ap. Rh. 3, 1158.

Greek (Liddell-Scott)

λελίημαι: (ἴδε ἐν λέξ. λάω Β), ἀρχ. Ἐπικ. πρκμ. μὲ σημ. ἐνεστ., προθυμοῦμαι, προσπαθῶ, Ἰλ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ μετοχ. λελῐημένος, λελ. ὄφρα τάχιστα ὤσαιτ’ Ἀργείους Ε. 690· ἀλλὰ συχν. ὡς ἁπλοῦν ἐπίθ., πρόθυμος, ἕλκε δ’ ὑπὲκ βελέων λελιημένος Δ. 465· βάν ῥ’ ἰθὺς Δαναῶν λελιημένοι Μ. 106, πρβλ. ΙΙ. 552· παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. μετὰ γεν., πρόθυμος διά τι, ἐπιθυμῶ τι, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1164· ὡσαύτως εὔχρηστον παρ’ αὐτῷ ἐν τῷ γ΄ ἑν. ὑπερσ. μετ. ἀπαρ., λελίητο αὐδῆσαι Γ. 1158, πρβλ. 646., Δ. 1109, Θεόκρ. 25. 196· ὡσαύτως β΄ ἑν. πρκμ. λελίησαι, καὶ γ΄ πληθ, ὑπερσ. λελίητο παρὰ τῷ Ὀρφ., Μαξίμ. ἴδε Lehrs Qu. Ep. σ. 293. ΙΙ. ἐπὶ φυσικῆς σημασ., αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος, ὁρμῶν..., Ἐμπεδ. 360, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

v. λιλαίομαι.

English (Autenrieth)

only part., λελιημένος, as adj., eager, desirous; w. ὄφρα, Δ , Il. 5.690. Cf. λιλαίομαι. (Il.)

Greek Monolingual

λελίημαι (Α)
(μόνο στη μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) λελιημένος, -η, -ον
α) πρόθυμος
β) (για τον αέρα) ορμητικός («αἰθὴρ ἐκτὸς ἔσω λελιημένος», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λε-λιη-μένος είναι μεμονωμένος τ. παρακμ. σχηματισμένος αναλογικά με το τε-τιη-μένος και συνδέεται με το λιλαίομαι «επιθυμώ πολύ»].

Greek Monotonic

λελίημαι: Επικ. παρακ. (λίαν), με σημασία ενεστ.· αγωνίζομαι με ζήλο, προσπαθώ φιλότιμα, στη μτχ. λελῐημένος, σε Ομήρ. Ιλ.· ως απλό επίθ., πρόθυμος, βιαστικός, ορμητικός, στο ίδ.· έπειτα, γʹ ενικ. υπερσ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λελίημαι: pf. к λιλαίομαι.

Middle Liddell

λίαν
to strive eagerly, in part. λελῐημένος, Il.; as a mere adj. eager, in haste, Il.: later 3rd sg. plup., Theocr.