παρατηρητής: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(3b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paratiritis
|Transliteration C=paratiritis
|Beta Code=parathrhth/s
|Beta Code=parathrhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">observer</b>, φύσεως <span class="bibl">D.S.1.16</span> ; <b class="b2">scrutinizer</b>, τῶν ξενικῶν βίων <span class="bibl">Dicaearch. 1.4</span>.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[observer]], φύσεως <span class="bibl">D.S.1.16</span> ; [[scrutinizer]], τῶν ξενικῶν βίων <span class="bibl">Dicaearch. 1.4</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:15, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατηρητής Medium diacritics: παρατηρητής Low diacritics: παρατηρητής Capitals: ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ
Transliteration A: paratērētḗs Transliteration B: paratērētēs Transliteration C: paratiritis Beta Code: parathrhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A observer, φύσεως D.S.1.16 ; scrutinizer, τῶν ξενικῶν βίων Dicaearch. 1.4.

German (Pape)

[Seite 503] ὁ, Beobachter, Bemerker, φύσεως D. Sic. 1, 16, u. a. Sp.; Aufseher, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρατηρητής: -οῦ, ὁ, ὁ παρατηρῶν, παραφυλάττων, Διόδ. 1. 16, Δικαίαρχος § 4.

Greek Monolingual

ο, θηλ. παρατηρήτρια, ΝΑ
παρατηρώ
αυτός που παρατηρεί, που ενεργεί παρατηρήσεις, που εξετάζει, που διερευνά κάτι
νεοελλ.
1. στρ. αυτός που κατοπτεύει τις κινήσεις του εχθρού από παρατηρητήριο, αεροπλάνο κ.λπ.
2. α) εντεταλμένος αντιπρόσωπος χώρας ή διεθνούς οργανισμού σε σύνοδο, συνέδριο ή άλλο αντιπροσωπευτικό σώμα ενός διεθνούς οργανισμού ή διεθνούς οργάνωσης, χωρίς δικαίωμα ψήφου ή υπογραφής αποφάσεων ή ψηφισμάτων, αλλά, μερικές φορές, με δικαίωμα συμμετοχής στις συζητήσεις
β) συν. στον πληθ. οι παρατηρητές
αντιπρόσωποι ενός διεθνούς οργανισμού, λ.χ. του ΟΗΕ, σε μια γεωγραφική περιοχή, όπου υπάρχουν εκκρεμή προβλήματα και αμφισβητούμενα θέματα, για την παρακολούθηση της κατάστασης και την ενημέρωσή του, ή σε μια χώρα για την παρακολούθηση της διεξαγωγής μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, λ.χ. δημοψηφίσματος ή εκλογών, έπειτα από ειδική απόφαση τών αντίστοιχων οργανισμών ή οργάνων και αποδοχή της από τα ενδιαφερόμενα μέρη («οι παρατηρητές του ΟΗΕ στην Κύπρο»)
αρχ.
1. ο ακριβής εξεταστής
2. αυτός που εφορεύει, επόπτης.

Russian (Dvoretsky)

παρατηρητής: οῦ ὁ наблюдатель (φύσεως Diod.).