περικείρω: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perikeiro | |Transliteration C=perikeiro | ||
|Beta Code=perikei/rw | |Beta Code=perikei/rw | ||
|Definition=aor. inf. -<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> κεῖραι <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Ep.</span>61</span> : pf. -κέκαρκα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Symp.</span> 32</span>:— | |Definition=aor. inf. -<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> κεῖραι <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Ep.</span>61</span> : pf. -κέκαρκα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Symp.</span> 32</span>:—[[shear]] or <b class="b2">clip all round</b> <b class="b3">τὴν κόμην κακῶς π</b>. <span class="bibl">Hdt.3.154</span> ; <b class="b3">π. τινά</b> [[clip]] him [[close]], Philostr. l. c. :—Med., <b class="b3">τρίχας περικείρεσθαι</b> <b class="b2">clip one's</b> hair, <span class="bibl">Hdt.4.71</span> :—Pass., π. κατὰ πρόσωπον <span class="bibl">LXX <span class="title">Je.</span>32.9</span> (<span class="bibl">25.23</span>); τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος <span class="bibl">Luc. <span class="title">Tim.</span>4</span> ; <b class="b3">Περικειρομένη</b>, title of play by Menander. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., [[shear]] of its walls, τὴν ἀκρόπολιν <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span> 7.8</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:25, 28 June 2020
English (LSJ)
aor. inf. -
A κεῖραι Philostr.Ep.61 : pf. -κέκαρκα Luc.Symp. 32:—shear or clip all round τὴν κόμην κακῶς π. Hdt.3.154 ; π. τινά clip him close, Philostr. l. c. :—Med., τρίχας περικείρεσθαι clip one's hair, Hdt.4.71 :—Pass., π. κατὰ πρόσωπον LXX Je.32.9 (25.23); τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος Luc. Tim.4 ; Περικειρομένη, title of play by Menander. II metaph., shear of its walls, τὴν ἀκρόπολιν Ael.VH 7.8.
German (Pape)
[Seite 579] rings herum scheeren; τὴν κόμην, Her. 3, 154; τὴν κεφαλὴν ἐν χρῷ, Plut. Lyc. 15; Luc. D. Mer. 8; u. med., τρίχας, Her. 4, 71; τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος, Luc. Tim. 1.
Greek (Liddell-Scott)
περικείρω: κείρω, κουρεύω ὁλόγυρα, κακῶς π. τὴν κόμην Ἡρόδ. 3. 154· - Μέσ., περικείρεσθαι τρίχας ὁ αὐτ. 4. 71· - ὡσαύτως, περικείρειν τινὰ Φιλοστρ. Ἐπιστ. 61 (64). - Παθητ., τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος Λουκ. Τίμ. 4· Περικειρομένη, ἐπιγραφὴ κωμῳδίας τοῦ Μενάνδρου. ΙΙ. κατασκάπτω μέχρις ἐδάφους, τὴν ἀκρόπολιν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 8· ἐντελῶς καταστρέφω, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
tondre tout autour, raser, acc. ; Pass. avoir les cheveux coupés tout autour ; fig. περικείρειν ἀκρόπολιν ÉL raser une citadelle;
Moy. περικείρομαι tondre sur soi, raser sur soi, acc..
Étymologie: περί, κείρω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
κουρεύω ολόγυρα
μσν.
1. φονεύω, αποδεκατίζω («τὰ νῶτα τῆς Ῥωμαίων δυνάμεως περικείροντος», Θεοφύλ. Σιμ.)
2. μτφ. διαστρέφω, διαφθείρω («περικείρει τὸ εἰωθός», Μητρόφ.)
αρχ.
1. μτφ. κατασκάβω, κατακρημνίζω («τῶν Ἐκβατάνων ἀκρόπολιν περικείρας», Αιλ.)
2. (η μτχ. θηλ. ως κύριο όν.) Περικειρομένη
τίτλος κωμωδίας του Μενάνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κείρω «κουρεύω»].
Greek Monotonic
περικείρω: μέλ. -κερῶ, κουρεύω ή ψαλιδίζω ολόγυρα, σε Ηρόδ. — Μέσ., περικείρεσθαι τρίχας, έχω τα μαλλιά μου κομμένα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
περικείρω: обстригать (τὴν κόμην Her.; τὴν κεφαλήν Plut.; τοὺς πλοκάμους περικειρόμενος Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-κείρω rondom scheren.
Middle Liddell
fut. -κερῶ
to shear or clip all round, Hdt.; Mid., περικείρεσθαι τρίχας to have one's hair clipt, Hdt.