προκαταβολή: Difference between revisions
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
(34) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prokatavoli | |Transliteration C=prokatavoli | ||
|Beta Code=prokatabolh/ | |Beta Code=prokatabolh/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">payment on account</b>: in Att. Law, <b class="b2">caution money paid down</b> by a farmer of the revenue, <span class="title">AB</span>193, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>148.52</span>, Phot. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">payment on account</b>: in Att. Law, <b class="b2">caution money paid down</b> by a farmer of the revenue, <span class="title">AB</span>193, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>148.52</span>, Phot. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[foundation]]: metaph. of medical treatment, π. τῇ θεραπείᾳ <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>3.1</span>; <b class="b2">condition precedent</b>, Ammon, <span class="title">in Int.</span>145.12.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:56, 28 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A payment on account: in Att. Law, caution money paid down by a farmer of the revenue, AB193, EM148.52, Phot. II foundation: metaph. of medical treatment, π. τῇ θεραπείᾳ Philum.Ven.3.1; condition precedent, Ammon, in Int.145.12.
German (Pape)
[Seite 728] das Vorherniederlegen, die Vorausbezahlung, bes. auf die Pacht, welche die Pachter der Staatsgefälle bei der Uebernahme erlegen mußten. Vgl. προσκαταβολή.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταβολή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ προκαταβάλλειν χρήματα: κατὰ τὸ Ἀτιικὸν δίκαιον τὸ χρηματικὸν ποσὸν τὸ προκαταβαλλόμενον ὡς ἐγγύησις ὑπὸ τοῦ μισθουμένου δημοσίας προσόδους, Α. Β. 193, Ἐτυμολ. Μέγ. 148. 52, Φώτ., πρβλ. Böckh P. Ε. 1. 342. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προκαταβολή· ἐνθήκη».
Greek Monolingual
η, ΝΑ προκαταβάλλω
καταβολή εκ τών προτέρων ενός χρηματικού ποσού, προπληρωμή
νεοελλ.
1. πληρωμή μέρους ενός συμφωνημένου ποσού, μπροστάντζα, αβάντσα («έδωσε μια προκαταβολή για το οικόπεδο που αγόρασε»)
2. το μέρος του οφειλόμενου χρηματικού ποσού που καταβάλλεται ως εγγύηση αρκετό χρόνο πριν από την εξόφληση της οφειλής
3. φρ. «προκαταβολές έναντι μερισμάτων» — οι προκαταβολές που δίνονται στους μετόχους ανώνυμης εταιρείας έναντι του μερίσματος που θα πάρουν από τα προβλεπόμενα κέρδη της χρήσης
αρχ.
1. (αττ. δίκ.) χρηματικό ποσό που κατέβαλλε ως εγγύηση όποιος μίσθωνε δημόσιες προσόδους
2. θεμέλιο, βάση
3. προηγούμενος όρος
4. μτφ. ιατρική θεραπεία.