χαλκόπους: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(1b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkopous | |Transliteration C=chalkopous | ||
|Beta Code=xalko/pous | |Beta Code=xalko/pous | ||
|Definition=ποδος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">with feet of bronze</b>, τρίπους <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>1197</span>; <b class="b3">ὀδός</b>, <b class="b2">founded on bronze</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>57</span> (expld. by Sch. with ref. to | |Definition=ποδος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">with feet of bronze</b>, τρίπους <span class="bibl">E.<span class="title">Supp.</span>1197</span>; <b class="b3">ὀδός</b>, <b class="b2">founded on bronze</b>, <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>57</span> (expld. by Sch. with ref. to [[copper]]-mines): in Hom. of horses, to express the solid strength of their hoofs, χαλκόποδ' ἵππω <span class="bibl">Il.8.41</span>; ταῦροι <span class="bibl">Pherecyd.112J.</span>; <b class="b3">χ. Ἐρινύς</b>, to express her untiring pursuit, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>491</span> (lyr.); of Empedocles, <b class="b2">with bronze slippers</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMort.</span>20.4</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:15, 28 June 2020
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A with feet of bronze, τρίπους E.Supp.1197; ὀδός, founded on bronze, S.OC57 (expld. by Sch. with ref. to copper-mines): in Hom. of horses, to express the solid strength of their hoofs, χαλκόποδ' ἵππω Il.8.41; ταῦροι Pherecyd.112J.; χ. Ἐρινύς, to express her untiring pursuit, S.El.491 (lyr.); of Empedocles, with bronze slippers, Luc.DMort.20.4.
German (Pape)
[Seite 1331] -πουν, gen. -ποδος, erzfüßig; τρίπους Eur. Suppl. 1196; mit ehernen Füßen. oder Hufen, Beiwort des Rosses, Il. 8, 41. 13, 23; Ἐρινύς, mit ehernem, festem Tritt, Soph. El. 482; auch ὁδός, O. C. 57.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας ἐκ χαλκοῦ, τρίπους Εὐρ. Ἱκ. 1196· ― παρ’ Ὁμ. ἐπὶ ἵππων, εἰς δήλωσιν τῆς μεγάλης ἰσχύος τῶν ὁπλῶν αὐτῶν, χαλκόποδ’ ἵππω, ἔχοντες χαλκίνους πόδας, χαλκίνας ὁπλάς, Ἰλ. Θ. 41, Ν. 23· χ. Ἐρινύς, εἰς δήλωσιν τῆς ἀκαταπονήτου ὑπ’ αὐτῶν καταδιώξεως, Σοφ. Ἠλ. 491· ἐπὶ τοῦ Ἐμπεδοκλέους ὡς φέροντος χαλκᾶ πέδιλα, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 4· ― ἐν Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 57, χαλκόπους ὁδός, σημαίνει ἁπλῶς οὐδὸν (κατώφλιον) ἐκ χαλκοῦ, πρβλ. 1591.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. -ποδος
1 aux pieds d’airain ; fig. infatigable;
2 aux chaussures d’airain ; aux sabots ferrés d’airain;
3 au sol d’airain.
Étymologie: χαλκός, πούς.
Greek Monolingual
και χαλκεόπους, -ουν, Α
1. αυτός που έχει χάλκινα πόδια
2. αυτός που φορεί χάλκινα πέδιλα
3. (γενικά) αυτός που έχει χάλκινη βάση, χάλκινα θεμέλια
4. μτφ. α) (στον Όμ.) (για άλογο) ακαταπόνητος («ὑπ' ὄχεσφι τιτύσκετο χαλκόποδ' ἵππῳ ὠκυπέτα», Ομ. Ιλ.)
β) (για τις Ερινύες) αυτός που καταδιώκει αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἀργυρό-πους, ταχύ-πους].
Greek Monotonic
χαλκόπους: -ποδος, ὁ, ἡ, λέγεται για άλογα, για να δηλώσει τη σταθερή δύναμη που έχουν οι οπλές τους, αυτός που έχει οπλές από χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.· χ. Ἐρινύς, λέγεται για να δηλώσει την ακαταπόνητη καταδίωξή τους, σε Σοφ.· χαλκόπους ὁδός, απλώς, το κατώφλι από χαλκό, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκόπους: 2, gen. ποδος
1) медноногий (τρίπους Eur.); перен. неутомимый (ἵππω Hom.; Ἐρινύς Soph.);
2) обутый в медную обувь (Ἐμπεδοκλῆς Luc.);
3) служащий медным основанием: χ. ὀδός Soph. медный порог.
Middle Liddell
χαλκό-πους,
of horses, to express the solid strength of their hoofs, brass-hoofed, Il.; χ. Ἐρινύς, to express her untiring pursuit, Soph.; χαλκόπους ὀδός, simply, the threshold of brass, Soph.