χαρακτηρισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(46)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=charaktirismos
|Transliteration C=charaktirismos
|Beta Code=xarakthrismo/s
|Beta Code=xarakthrismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">characterization</b>, Tryph.<span class="title">Trop.</span>2.6, Plb. Rh.<span class="bibl">p.108S.</span>, Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>379</span>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[characterization]], Tryph.<span class="title">Trop.</span>2.6, Plb. Rh.<span class="bibl">p.108S.</span>, Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>379</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 21:15, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρακτηρισμός Medium diacritics: χαρακτηρισμός Low diacritics: χαρακτηρισμός Capitals: ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: charaktērismós Transliteration B: charaktērismos Transliteration C: charaktirismos Beta Code: xarakthrismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A characterization, Tryph.Trop.2.6, Plb. Rh.p.108S., Sch.E.Hec.379.

German (Pape)

[Seite 1336] ὁ, Bezeichnung durch ein Kennzeichen, – Charakterisirung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρακτηρισμός: ὁ, ἡ δι᾿ ἰδιαιτέρου σημείου δήλωσις, ὁ διὰ τοῦ ἰδιαιτέρου γνωρίσματος προσδιορισμός, Κλήμ. Ἀλ. 156, Σχόλ. Εὐρ. Ἑκ. 379· - ὡς σχῆμα λόγου, «χαρακτηρισμός ἐστι λόγος τῶν περὶ τὸ σῶμα ἰδιωμάτων ἀπαγγελτικός, ὃν καί τινες εἰκονισμὸν λέγουσιν, οἷον (Ὀδ. Τ. 246) γυρὸς ἐν ὤμοισιν μελανόχροος, οὐλοκάρηνος, Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 751, κλπ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ χαρακτηρίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαρακτηρίζω, ο προσδιορισμός του χαρακτήρα ενός προσώπου ή πράγματος
νεοελλ.
1. η περιγραφή τών κύριων γνωρισμάτων πράγματος («δώσε μου έναν χαρακτηρισμό του φιλάργυρου»)
2. κατάταξη σε κατηγορία («ο χαρακτηρισμός της πράξης ως κλοπής»)
αρχ.
σχήμα λόγου.