ὀστρακώδης: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(3b) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ostrakodis | |Transliteration C=ostrakodis | ||
|Beta Code=o)strakw/dhs | |Beta Code=o)strakw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">like an earthen pot</b> or | |Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">like an earthen pot</b> or [[sherd]], [[testaceous]], of crabs, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>525b12</span>, al.; of the shell of the tortoise, ib.<span class="bibl">600b20</span>; of oysters, ib.<span class="bibl">531a17</span>; of the covering of certain eggs, <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span>733a20</span>, <span class="bibl"><span class="title">HA</span>558a28</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">full of potsherds</b>, τὸ ὄρος τὸ -ῶδες <span class="bibl">LXX <span class="title">Jd.</span>1.35</span>; ὀ. τόπος <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>941.2</span> (vi A. D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:00, 30 June 2020
English (LSJ)
ες,
A like an earthen pot or sherd, testaceous, of crabs, Arist.HA525b12, al.; of the shell of the tortoise, ib.600b20; of oysters, ib.531a17; of the covering of certain eggs, Id.GA733a20, HA558a28. 2 full of potsherds, τὸ ὄρος τὸ -ῶδες LXX Jd.1.35; ὀ. τόπος POxy.941.2 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 400] ες, scherbenartig, Theophr., = ὀστρακῖτις.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστρᾰκώδης: -ες, ὅμοιος ὀστράκῳ, ἐπὶ καρκίνων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 4, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῆς χελώνης, αὐτόθι 8. 17, 6· ἐπὶ ὀστρέων, αὐτόθι 4. 6, 3· ἐπὶ φλοιοῦ ᾠῶν τινων, αὐτόθι π. Ζ. Γεν. 2. 1, 20, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 34, 1. ― τὰ ὀστρακώδη, πήλινα ἀγγεῖα, ὁ αὐτ. π. Φυτ. 2. 1, 2· ― πρβλ. ὀστρακόδερμος.
Greek Monolingual
-ες (ΑΜ ὀστρακώδης, -ῶδες) όστρακον
1. αυτός που μοιάζει με όστρακο, οστρακοειδής
2. αυτός που αποτελείται από όστρακο, οστράκινος («δέρμα μαλακὸν καὶ μὴ ὀστρακῶδες, ὥσπερ τῆς χελώνης», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οστρακώδη
(ζωολ.-παλαιοντ.) υφομοταξία εντομοστράκων καρκινοειδών, με 2.000 και πλέον αρτίγονα είδη, που το σώμα τους περικλείεται σε δίθυρο όστρακο
νεοελλ.-μσν.
αυτός που λάμπει, που γυαλίζει σαν όστρακο
(«οι ροδαλές οστρακώδεις ανταύγειες τ' ουρανού», Ζερβ.)
αρχ.
1. (για τόπο) γεμάτος κεραμίδια, όστρακα, ή πετρώδης, βραχώδης, σκληρός σαν όστρακο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) πήλινα αγγεία
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀστρακώδες
(ενν. μέρος) το όστρακο τών οστρακωδών γενικώς.
Russian (Dvoretsky)
ὀστρᾰκώδης: черепкообразный, т. е. покрытый жесткой кожей (οἱ καρκίνοι Arst.), панцирем (ἡ χελώνη Arst.), скорлупой (τὸ ᾠόν Arst.) или раковиной (τὸ ὄστρεον Arst.).