ὑπόσκιος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yposkios | |Transliteration C=yposkios | ||
|Beta Code=u(po/skios | |Beta Code=u(po/skios | ||
|Definition=ον, (σκιά) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, (σκιά) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[overshadowed]], [[shaded]], ὑ. ἐν ψυκτηρίοις <span class="bibl">A.<span class="title">Fr.</span> 146</span>; <b class="b3">νιφάδι . . ὑ. θήσει χθόνα</b> ib.<span class="bibl">199.8</span>; <b class="b3">ὑ. στόματα</b>, of suppliants, <b class="b2">shaded by their olive-branches</b> (ἱκετηρίαι), <span class="bibl">Id.<span class="title">Supp.</span>656</span> (lyr.); opp. <b class="b3">ὑπαίθριος</b>, <span class="bibl">Thphr. <span class="title">CP</span>1.17.3</span>; ὑ. περίπατοι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>7</span>.—In <span class="bibl">Alciphr. 1.39</span>, leg. <b class="b3">ὑπόσκιος</b> (<b class="b3">-οις</b> codd.) . . <b class="b3">δάφναις . . κατάκλισις</b>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:05, 30 June 2020
English (LSJ)
ον, (σκιά)
A overshadowed, shaded, ὑ. ἐν ψυκτηρίοις A.Fr. 146; νιφάδι . . ὑ. θήσει χθόνα ib.199.8; ὑ. στόματα, of suppliants, shaded by their olive-branches (ἱκετηρίαι), Id.Supp.656 (lyr.); opp. ὑπαίθριος, Thphr. CP1.17.3; ὑ. περίπατοι Plu.Alex.7.—In Alciphr. 1.39, leg. ὑπόσκιος (-οις codd.) . . δάφναις . . κατάκλισις.
German (Pape)
[Seite 1232] unter Schatten, beschattet, schattig; Aesch. Suppl. 653; χθόνα θήσει frg. 182.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόσκιος: -ον, (σκιὰ) ὁ ὑπὸ σκιάν, σύσκιος, σκιερός, ὑπ. ἐν ψυκτηρίοις Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 145· νιφάδι... ὑπ. θήσει χθόνα αὐτόθι 196. 8· ὑπ. στόματα, ἐπὶ ἱκετῶν, ἐσκιασμένα μὲ τοὺς ἐξ ἐλαίας κλάδους των (ἱκετηρίαι), ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 658, πρβλ. 354· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπαίθριος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 17, 3· ὑπ. περίπατοι Πλουτ. Ἀλέξ. 7· ― ἐν Ἐν Ἀλκίφρονι 1. 39, ἀναγνωστέον ὑπὶ συσκίοις.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ombreux.
Étymologie: ὑπό, σκιά.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπόσκιος, -ον, ΝΜΑ
σκιερός
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται κάτω από σκιά
2. αυτός που γίνεται κάτω από σκιά («ὑπόσκιοι περίπατοι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -σκιος (< σκιά), πρβλ. σύ-σκιος].
Greek Monotonic
ὑπόσκιος: -ον (σκιά), αυτός που βρίσκεται υπό σκιά, σκιερός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόσκιος:
1) тенистый, покрытый тенью (περίπατοι Plut.): ὑπόσκια στοματα Aesch. осененные (просительными ветвями), т. е. молящие уста;
2) дающий густую тень (ψυκτήρια Aesch.).