στρόφις: Difference between revisions
From LSJ
(1b) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=strofis | |Transliteration C=strofis | ||
|Beta Code=stro/fis | |Beta Code=stro/fis | ||
|Definition=ιος, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ιος, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[slippery fellow]], [[twister]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>450</span> (anap.), <span class="bibl">Poll.6.130</span>; cf. στρέφω B. 11.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:30, 30 June 2020
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A slippery fellow, twister, Ar.Nu.450 (anap.), Poll.6.130; cf. στρέφω B. 11.
German (Pape)
[Seite 957] ιος, ὁ,Ar. Nub. 450, Schol. οἷον εὔστροφος καὶ εὐκίνητος ἐν τοῖς πράγμασιν; vgl. Poll. 6, 130.
Greek (Liddell-Scott)
στρόφις: -ιος, ἡ, ἄνθρωπος εὔστροφος, εὐκόλως διολισθαίνων, πανοῦργος, «σκολιός, οὐχ ἁπλοῦς, πολύπλοκος» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Νεφ. 450, Πολυδ. Ϛ΄, 130· πρβλ. στρέφω Β. ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ιος (ὁ) :
homme retors.
Étymologie: στροφή.
Greek Monolingual
-ιος, ὁ, ΜΑ
άνθρωπος εύστροφος, πολυμήχανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + κατάλ. -ις (πρβλ. τρόφ-ις, τρόχ-ις)].
Greek Monotonic
στρόφις: -ιος, ὁ (στρέφω), εύστροφος, πανούργος άνθρωπος, αυτός που ξέρει να ξεγλιστράει, πολυμήχανος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
στρόφις: ιος ὁ ловкач, хитрец Arph.