βροτοστυγής: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(nl) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vrotostygis | |Transliteration C=vrotostygis | ||
|Beta Code=brotostugh/s | |Beta Code=brotostugh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[hated by men]], Γοργόνες <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>799</span>; δνόφοι <span class="bibl">Id.<span class="title">Ch.</span>51</span> (lyr.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:45, 30 June 2020
English (LSJ)
ές,
A hated by men, Γοργόνες A.Pr.799; δνόφοι Id.Ch.51 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 465] ές, den Menschen verhaßt, Aesch. Prom. 800; δνόφος Ch. 50.
Greek (Liddell-Scott)
βροτοστῠγής: -ές, ὁ ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων μισούμενος, Αἰσχύλ. Πρ. 799, Χο. 51.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
odieux aux mortels.
Étymologie: βροτός, στυγέω.
Spanish (DGE)
(βροτοστῠγής) -ές
odiado por los mortales Γοργόνες A.Pr.799, ἀνάλιοι ... δνόφοι A.Ch.51.
Greek Monolingual
βροτοστυγής, -ές (Α)
ο μισητός από τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + στύγος «αποτροπιασμός»].
Greek Monotonic
βροτοστῠγής: -ές (στυγέω), αυτός που μισείται από τους ανθρώπους, αυτός που μισεί τους ανθρώπους, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βροτοστῠγής: ненавистный людям (Γοργόνες Aesch.).
Middle Liddell
στυγέω
hated by men or man-hating, Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βροτοστυγής -ές βροτός, στυγέω
1. act. stervelingen hatend.
2. pass. door stervelingen gehaat.