γονατίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(8)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gonatizo
|Transliteration C=gonatizo
|Beta Code=gonati/zw
|Beta Code=gonati/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thrust with the knee</b>, <span class="bibl">Cratin.399</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">bend the knee</b>, Aq.<span class="title">Ge.</span>24.11,41.43. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">σφυγμὸς γονατίζων</b>, term coined by Archig. ap. Gal.8.665.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">thrust with the knee</b>, <span class="bibl">Cratin.399</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[bend the knee]], Aq.<span class="title">Ge.</span>24.11,41.43. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">σφυγμὸς γονατίζων</b>, term coined by Archig. ap. Gal.8.665.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:05, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονᾰτίζω Medium diacritics: γονατίζω Low diacritics: γονατίζω Capitals: ΓΟΝΑΤΙΖΩ
Transliteration A: gonatízō Transliteration B: gonatizō Transliteration C: gonatizo Beta Code: gonati/zw

English (LSJ)

   A thrust with the knee, Cratin.399.    II bend the knee, Aq.Ge.24.11,41.43.    III σφυγμὸς γονατίζων, term coined by Archig. ap. Gal.8.665.

German (Pape)

[Seite 501] 1) nach B. A. 31 τῷ γόνατι πλήττειν. – 2) knieen lassen, LXX., u. knieen, Cratin. bei Poll. 2, 188.

Greek (Liddell-Scott)

γονᾰτίζω: ἀόρ. ἐγονάτῐσα, κτυπῶ ἢ ὠθῶ διὰ τοῦ γόνατος, Α. Β. 31, πιθ. ἐκ τοῦ Κρατίν. ἐν Ἀδήλ. 101. ΙΙ. κάμνω τινὰ νὰ γονατίσῃ, Ἀκύλ. Π. Δ. (Γεν. κδ΄ , 11). ΙΙΙ. ἀμτβ., γονυπετῶ, πίπτω εἰς τὰ γόνατα, γονατίζω, Ὠριγ. 2, 1.36α.

Spanish (DGE)

(γονᾰτίζω) 1 golpear con la rodilla Cratin.432, Phryn.PS 56.
2 doblar la rodilla Aq.Ge.24.11, 41.43
ref. a un hipotético nombre de movimiento reflejo σφυγμὸς γονατίζων Gal.8.665.

Greek Monolingual

(AM γονατίζω) γόνυ
1. γονυπετώ, πέφτω στα γόνατα, στηρίζω το βάρος του σώματος μου στα γόνατα σε ένδειξη σεβασμού, ικεσίας, υποταγής
2. αναγκάζω ή κάνω κάποιον να γονατίσει («ἐγονάτισε τὸν Ἰσαὰκ τὸν υἱόν του»)
νεοελλ.
1. πέφτω στα γόνατα από πίεση ή πόνο («κι από το σφίγμα τών ποδιώ τ' άλογα γονατίσα»)
2. εξασθενώ ή συντρίβομαι από βάσανα, κακουχίες κ.λπ.
3. τιμωρώ κάποιον αναγκάζοντάς τον να γονατίσει πάνω σε χαλίκια
αρχ.
χτυπώ ή σπρώχνω κάποιον με το γόνατο.