διόπτρα: Difference between revisions

From LSJ

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dioptra
|Transliteration C=dioptra
|Beta Code=dio/ptra
|Beta Code=dio/ptra
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[optical instrument]] for measuring angles, altitudes, etc., <span class="bibl">Euc.<span class="title">Phaen.</span>p.10M.</span>, <span class="bibl">Plb.10.46.1</span>, Attal. ap. <span class="bibl">Hipparch.1.10.24</span>, <span class="bibl">Gem. 1.4</span>, Ptol.<span class="title">Alm.</span>5.14, etc.; ἡ τῶν δ. θεωρία <span class="bibl">Gem.5.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[aperturesight]] in a torsion-engine, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>64.9</span>, <span class="bibl">76.48</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">plate of talc</b> for glazing windows, <span class="bibl">Str.12.2.10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[διαστολεύς]], <span class="bibl">Aët.16.89</span>, <span class="bibl">Paul.Aeg.6.73</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> <b class="b3">σημεῖον ἐν θυτικῇ</b>, Hsch.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[optical instrument]] for measuring angles, altitudes, etc., <span class="bibl">Euc.<span class="title">Phaen.</span>p.10M.</span>, <span class="bibl">Plb.10.46.1</span>, Attal. ap. <span class="bibl">Hipparch.1.10.24</span>, <span class="bibl">Gem. 1.4</span>, Ptol.<span class="title">Alm.</span>5.14, etc.; ἡ τῶν δ. θεωρία <span class="bibl">Gem.5.11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[aperturesight]] in a torsion-engine, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>64.9</span>, <span class="bibl">76.48</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[plate of talc]] for glazing windows, <span class="bibl">Str.12.2.10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[διαστολεύς]], <span class="bibl">Aët.16.89</span>, <span class="bibl">Paul.Aeg.6.73</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> <b class="b3">σημεῖον ἐν θυτικῇ</b>, Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:15, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόπτρα Medium diacritics: διόπτρα Low diacritics: διόπτρα Capitals: ΔΙΟΠΤΡΑ
Transliteration A: dióptra Transliteration B: dioptra Transliteration C: dioptra Beta Code: dio/ptra

English (LSJ)

ἡ,

   A optical instrument for measuring angles, altitudes, etc., Euc.Phaen.p.10M., Plb.10.46.1, Attal. ap. Hipparch.1.10.24, Gem. 1.4, Ptol.Alm.5.14, etc.; ἡ τῶν δ. θεωρία Gem.5.11.    2 aperturesight in a torsion-engine, Ph.Bel.64.9, 76.48.    II plate of talc for glazing windows, Str.12.2.10.    III = διαστολεύς, Aët.16.89, Paul.Aeg.6.73.    IV σημεῖον ἐν θυτικῇ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 634] ἡ, alles, wo man hindurchsieht; – a) ein optisches Instrument mit Visiren zum Höhenmessen u. Nivelliren, Suid.; Pol. 10, 46, 1; vgl. Schneider ecl. phys. p. 267. – b) Fensterscheibe von Frauenglas, Strab. XII, 2 p. 540. – c) Bei Galen. eine Sonde, = διαστολεύς.

Greek (Liddell-Scott)

διόπτρα: ἡ, ὀπτικόν τι ἐργαλεῖον πρὸς καταμέτρησιν ὕψους, πρὸς καθορισμὸν τοῦ ἐπιπέδου, κτλ., Πολύβ. 10. 46. 1. ΙΙ. πίναξ ἐξ ἀργυρολίθου (εἶδος σχιστολίθου διαφανοῦς) χρησιμεύων διὰ τὰ παράθυρα ἀντὶ ὑάλου, Στράβων 540. ΙΙΙ. = διαστολεύς, Γαλην. 2, 93D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ce qui sert à examiner à travers, à distance :
1 sonde de chirurgien;
2 quart de cercle pour mesurer les hauteurs ou les distances;
3 appareil pour viser, ligne de mire, alidade;
4 vitrage en pierre spéculaire, sorte de talc.
Étymologie: διόψομαι, v. διοράω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1dioptra, instrumento óptico para fijar la vista en un punto alejado, usado para medir la distancia angular, altura, etc. τεθεωρήσθω διὰ διόπτρας ... Κάρκινος Euc.Phaen.p.10, cf. Plb.10.46.2, Attal.in Arat.22, διόπτρᾳ γὰρ διῄρηται ὁ τῶν ζῳδίων κύκλος εἰς ι̅β̅ μέρη ἴσα Gem.1.4, cf. Hero Dioptr.3, Ptol.Alm.5.14, Vitr.8.5.1, Gr.Nyss.Ar.et Sab.73.19.
2 punto de mira de una catapulta τῆς διόπτρας ἐφ' ἕνα σκοπὸν σταθείσης Ph.Bel.76.48, cf. 64.17.
3 medic. instrumento para examinar los ojos τοὺς ὀφθαλμοὺς ... μηδὲ ὑπὸ ἰατροῦ <διὰ> διόπτρας ὀφθῆναι Papias 3.
4 ojo de un cancel o celosía: plu. διόπτρας ὀξυτελεῖς, καθάπερ δικτύου τινός Lyd.Mag.3.37.
5 δ.· σημεῖον ἐν θυτικῇ Hsch.
II medic. dilatador τὰ ἡλκωμένα σώματα διὰ τῆς διόπτρας θεωρεῖται Archig. en Aët.16.96, διαστήσας (τὸ στόμα τῆς ὑστέρας) τῇ διόπτρᾳ Aët.16.98, cf. Gal.19.110.

Greek Monolingual

η (AM διόπτρα)
νεοελλ.
1. οπτικό όργανο που αποτελείται από σύστημα φακών για να βλέπει κανείς μακρινά αντικείμενα, τηλεσκόπιο, κιάλι
2. στον πληθ. ζεύγος φακών που χρησιμοποιούν όσοι έχουν προβλήματα οράσεως για να προστατεύουν τα μάτια, γυαλιά
3. ναυτ. το αστρονομικό τηλεσκόπιο του εξάντα, κιάλι της μπαλέστρας
4. στρατ. είδος μικρού οχυρωματικού έργου, μηνίσκος
μσν.
τρύπα φεγγίτης
αρχ.
1. οπτικό όργανο για την καταμέτρηση υψών, γωνιών κ.λπ.
2. στόχαστρο βλητικής μηχανής
3. είδος πέτρας ευκολόσχιστης και διάφανης που χρησιμοποιούσαν στα παράθυρα αντί για τζάμι
4. διαστολέας.

Greek Monotonic

διόπτρα: ἡ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), οπτικό εργαλείο για καταμέτρηση ύψους, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

διόπτρα: ἡ диоптр(а) (угломерный прибор для измерения высоты отдаленных предметов) (δ. δύ᾽ αὐλίσκους ἔχουσα Polyb.).

Middle Liddell

δι-όπτρα, ἡ, n ὄψομαι, fut. of ὁράω
an instrument for measuring heights, a Jacob's staff, Polyb.