εὐάγκαλος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evagkalos
|Transliteration C=evagkalos
|Beta Code=eu)a/gkalos
|Beta Code=eu)a/gkalos
|Definition=ον, (ἀγκάλη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easy to bear in the arms</b>, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>352</span>; τόξον <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>785</span> (Nauck <b class="b3">ἄγκυλον</b>) <b class="b3">; φόρτος</b>, of Anchises, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>148</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>1.45</span>: metaph., λόγοι <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span> 18.219d</span>; <b class="b2">pleasant to embrace</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>25</span>.</span>
|Definition=ον, (ἀγκάλη) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easy to bear in the arms</b>, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>352</span>; τόξον <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>785</span> (Nauck <b class="b3">ἄγκυλον</b>) <b class="b3">; φόρτος</b>, of Anchises, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Fr.</span>148</span>, cf. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>1.45</span>: metaph., λόγοι <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span> 18.219d</span>; [[pleasant to embrace]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>25</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:45, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάγκᾰλος Medium diacritics: εὐάγκαλος Low diacritics: ευάγκαλος Capitals: ΕΥΑΓΚΑΛΟΣ
Transliteration A: euánkalos Transliteration B: euankalos Transliteration C: evagkalos Beta Code: eu)a/gkalos

English (LSJ)

ον, (ἀγκάλη)

   A easy to bear in the arms, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον A.Pr.352; τόξον E.Fr.785 (Nauck ἄγκυλον) ; φόρτος, of Anchises, Ael.Fr.148, cf. Porph.Abst.1.45: metaph., λόγοι Them.Or. 18.219d; pleasant to embrace, Luc.Am.25.

German (Pape)

[Seite 1055] leicht auf den Arm zu nehmen, leicht oder angenehm zu umarmen, ἄχθος οὐκ εὐάγκ. Aesch. Prom. 350; φόρτον u. φορτίον, Sp.; ἀνδράσιν εὐάγκ. ὁμίλημα Luc. Amor. 25; Themist.; Poll. 2, 139 erkl. εὔφορτος. – Bei Eust. amor. was leicht, gut umfaßt, λιμήν.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάγκᾰλος: -ον, (ἀγκάλη) ὁ εὐκόλως φερόμενος ἐν ἀγκάλαις, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον Αἰσχύλ. Πρ. 350· τόξον Εὐρ. Ἀποσπ. 782 (ἔνθα ὁ Nauck ἄγκυλον)· φόρτος Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.: εὐάρεστος πρὸς ἐναγκαλισμόν, Λουκ. Ἔρωτες 25. ΙΙ. ἐνεργ., εὐκόλως περιλαμβάνων, εὐρύχωρος, λιμὴν Εὐστ. Πονημάτ. 265. 93.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on porte facilement dans ses bras ; fig. facile à supporter.
Étymologie: εὖ, ἀγκάλη.

Greek Monolingual

εὐάγκαλος, -ον (ΑΜ)
μσν.
(για λιμάνι) πλατύς, ευρύχωρος («λιμένες εὐάγκαλοι», Ευστ.)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται στην αγκαλιά εύκολα, ευχάριστα, ο ευπρόσδεκτοςἄχθος οὐκ εὐάγκαλον», Αισχύλ.)
2. αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ Αἰνείας... ἐξῆγε φόρτον... εὐάγκαλον», Αιλ.)
3. αυτός που είναι ευχάριστος να τον αγκαλιάσει κάποιος («εὐάγκαλον ἀνδράσιν ὁμίλημα», Λουκιαν.)
4. φρ. «λόγοι εὐάγκαλοι» — ευπρόσδεκτα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγκαλος (< άγκαλος, παράλληλος σχηματισμός του αγκάλη), πρβλ. υπ-άγκαλος].

Greek Monotonic

εὐάγκᾰλος: -ον (ἀγκάλη), αυτός που κρατιέται εύκολα στην αγκαλιά, που φορτώνεται εύκολα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐάγκᾰλος:
1) удобный для ношения, легкий (τόξον Eur.): ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον Aesch. нелегкое бремя;
2) с радостью обнимаемый, т. е. любимый (ὁμίλημα Luc.).

Middle Liddell

εὐ-άγκᾰλος, ον ἀγκάλη
easy to bear in the arms, Aesch.