μετάτροπος: Difference between revisions
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metatropos | |Transliteration C=metatropos | ||
|Beta Code=meta/tropos | |Beta Code=meta/tropos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[turning about]], [[returning]], μ. ἐκ βυθοῦ ἔρρων <span class="title">AP</span> 7.506.5 (Leon.), cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>99</span>; <b class="b3">μ. αὖραι</b> [[veering]] winds, <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>1147</span> (lyr.); πολέμον μ. αὔρα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>945</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">turning round upon</b>, δαίμων μ. ἐπί τινι <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>943</span> (lyr.); <b class="b3">μετάτροπα ἔργα</b> deeds <b class="b2">that turn upon their author</b> or | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[turning about]], [[returning]], μ. ἐκ βυθοῦ ἔρρων <span class="title">AP</span> 7.506.5 (Leon.), cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>99</span>; <b class="b3">μ. αὖραι</b> [[veering]] winds, <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>1147</span> (lyr.); πολέμον μ. αὔρα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>945</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">turning round upon</b>, δαίμων μ. ἐπί τινι <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>943</span> (lyr.); <b class="b3">μετάτροπα ἔργα</b> deeds <b class="b2">that turn upon their author</b> or [[are visited with vengeance]], <span class="bibl">Hes. <span class="title">Th.</span>89</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:15, 30 June 2020
English (LSJ)
ον,
A turning about, returning, μ. ἐκ βυθοῦ ἔρρων AP 7.506.5 (Leon.), cf. Call.Del.99; μ. αὖραι veering winds, E.El.1147 (lyr.); πολέμον μ. αὔρα Ar.Pax945 (lyr.). 2 turning round upon, δαίμων μ. ἐπί τινι A.Pers.943 (lyr.); μετάτροπα ἔργα deeds that turn upon their author or are visited with vengeance, Hes. Th.89.
German (Pape)
[Seite 155] umgewandelt, ἔργα μετάτροπα, Thaten der Vergeltung, der Rache, durch die ein Unglück auf das Haupt des Urhebers zurückfällt, Hes. Th. 89; – zurückgewandt, δαίμων γὰρ ὅδ' αὖ μετάτροπος ἐπ' ἐμοί, Aesch. Pers. 905; μετάτροποι πνέουσιν αὖραι δόμων, Eur. El. 1147; u. ähnlich Ar. κατέχει πολέμου μετάτροπος αὔρα, Pax 945; sp. D., wie Callim. Del. 99.
Greek (Liddell-Scott)
μετάτροπος: -ον, ὁ περιτρεπόμενος, ἐπιστρέφων, Ἀνθ. Π. 7. 506, Καλλ. εἰς Δῆλ. 99. 2) ὁ στρεφόμενος πρός τι, δαίμων μ. ἐπί τινι Αἰσχύλ. Πέρσ. 942· ἔργα μετάτροπα, = ἔργα ἄντιτα, παλίντιτα, ἔργα, ἅτινα ἐπιστρέφουσιν εἰς τὸν πράξαντα αὐτά, ἢ ἅτινα ἀκολουθεῖ ἐκδίκησις καὶ τιμωρία, Ἡσ. Θ. 89· - καὶ ὑπάρχει πιθανῶς ἡ αὐτὴ ἔννοια τιμωρίας καὶ ἐκδικήσεως ἐν τῷ: μ. αὖραι ἐν Εὐρ. Ἠλ. 1147, καὶ πολέμου μετάτροπος αὔρα ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 945. Πρβλ. μετατροπή.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
retourné, changé.
Étymologie: μετατρέπω.
Greek Monolingual
μετάτροπος, -ον (Α) μετατρέπω
1. αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει («μετάτροποι πνέουσιν αὖραι», Ευρ.)
2. αυτός που στρέφεται προς κάτι ή γύρω από κάτι (α. «δαίμων μετάτροπος ἐπ' ἐμοί», Αισχύλ.
β. «ἔργα μετάτροπα» — πράξεις που επιστρέφουν στον δράστη, έργα που τά ακολουθεί τιμωρία ή εκδίκηση, Ησίοδ.)
3. αυτός που είναι επιρρεπής στην αλλαγή
4. ο αναποδογυρισμένος.
Greek Monotonic
μετάτροπος: -ον (μετατρέπω),·
1. αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, που επιστρέφει, σε Ανθ.
2. αυτός που στρέφεται προς κάτι, σε Αισχύλ.· ἔργα μετάτροπα, πράξεις που επιστρέφουν σ' αυτόν που τις έκανε ή που τα ακολουθεί εκδίκηση ή ανταπόδοση, σε Ησίοδ.· ομοίως, μετάτροποι αὖραι, σε Ευρ.· πολέμου μετάτροπος αὔρα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μετάτροπος:
1) обращенный назад: μ. ἔρρων Anth. возвращающийся;
2) переменивший направление, т. е. неблагоприятный (τινι δαίμων Aesch.; αὖραι Eur.): πολέμου μ. αὔρα Eur., Arph. тж. pl. превратности войны; ἔργα μετάτροπα Hes. обратившиеся (против виновника) дела, т. е. возмездие.
Middle Liddell
μετάτροπος, ον μετατρέπω
1. turning about, returning, Anth.
2. turning round upon, Aesch.; ἔργα μετάτροπα deeds that turn upon their author or are visited with vengeance, Hes.; so, μ. αὖραι Eur.; πολέμου μετάτροπος αὔρα Ar.