κεραμεοῦς: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kerameoys | |Transliteration C=kerameoys | ||
|Beta Code=kerameou=s | |Beta Code=kerameou=s | ||
|Definition=ᾶ, οῦν, (κέραμος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ᾶ, οῦν, (κέραμος) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of clay]] or [[earth]], [[earthen]], μάνην εἶχε κεραμεοῦν ἁδρόν <span class="bibl">Nico 1</span>, cf. <span class="title">IG</span>22.463.51, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>5.3.2</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Mort.</span>39</span>, Dsc.1.71; <b class="b3">τὸ χρῶμα κεραμεοῦς</b> Alex.Mynd. ap. <span class="bibl">Ath.9.398d</span>:—other spellings found in codd. are κεράμειος, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Galb.</span>12</span>; κεράμεος, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>219e</span>, <span class="bibl">Ctes.<span class="title">Fr.</span>51</span> M., <span class="bibl">Antiph.163.5</span>, <span class="bibl">Theophil.2</span>, cf. <b class="b3">κεράμεα· ὁ παντοδαπὸς κέραμος</b>, Hsch., and <b class="b3">κεράμεον, τό</b>, collect., = <b class="b2">tile-work</b>, <span class="title">BCH</span>36.197 (Delos, iii/ii B.C.); κεραμαῖοις, <span class="bibl">Plb.10.44.2</span>, v.l. in <span class="bibl">Ph.2.273</span>; κεραμιαῖος, ibid. (v.l.), <span class="title">Gp.</span>2.18.14; κεράμιος, <span class="bibl">Str.17.2.3</span>; κεραμοῦς, Heraclid. Tar. ap.Gal.13.827.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:35, 30 June 2020
English (LSJ)
ᾶ, οῦν, (κέραμος)
A of clay or earth, earthen, μάνην εἶχε κεραμεοῦν ἁδρόν Nico 1, cf. IG22.463.51, Thphr.HP5.3.2, Phld.Mort.39, Dsc.1.71; τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Alex.Mynd. ap. Ath.9.398d:—other spellings found in codd. are κεράμειος, Plu.Galb.12; κεράμεος, Pl.Ly.219e, Ctes.Fr.51 M., Antiph.163.5, Theophil.2, cf. κεράμεα· ὁ παντοδαπὸς κέραμος, Hsch., and κεράμεον, τό, collect., = tile-work, BCH36.197 (Delos, iii/ii B.C.); κεραμαῖοις, Plb.10.44.2, v.l. in Ph.2.273; κεραμιαῖος, ibid. (v.l.), Gp.2.18.14; κεράμιος, Str.17.2.3; κεραμοῦς, Heraclid. Tar. ap.Gal.13.827.
German (Pape)
[Seite 1420] οῦν, nach Lob. zu Phryn. 147 die richtigere Form für κεράμιος, κεράμεος u. κεραμαῖος; Luc. Gall. 14; Nico bei Ath. XI, 487 c; τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Alex. Mynd. ib. IX, 398 d . S. κεράμειος.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμεοῦς: ᾶ, οῦν, (κέραμος) ἐκ πηλοῦ, πήλινος, Πλάτ. Λύσ. 219Ε, Κτησ. παρ’ Ἀθην. 464Α, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 2· τὸ χρῶμα κεραμεοῦς Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D· ― ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος δεικνυόμενος ὑπὸ τοῦ μέτρου ἐν Νίκωνι παρ’ Ἀθην. 487C. Ὁ τύπος κεράμειος, -α, -ον, ἀπαντᾷ παρὰ Πλουτ. (ἴδε ἐν λέξει)· ἀλλὰ τὸ κεράμεος εἶναι ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ -εοῦς, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 1. 5, Θεόφιλ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 1, κ. ἀλλ.· ὡς καὶ τὸ κεραμαῖος ἐν Πολυβ. 10. 44, 2 (ἔνθα ὁ Δινδ. κεραμεᾶ)· κεραμιαῖος ἐν Φίλωνι 2. 273 (ἔνθα κεραμεᾶς)· κεράμιος παρὰ Διον. Ἁλ. 2. 23 (Κωδ. Βατ. κεραμεοῖς)· κεραμοῦς παρὰ Γαλην.· ― πρβλ. Piers. εἰς Μοῖρ. 226, Λοβ. εἰς Φρύν. 147.
French (Bailly abrégé)
εᾶ, εοῦν;
c. κεράμειος.
Greek Monolingual
κεραμεοῡς, -ᾱ, -οῡν (Α) κέραμος
αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος.
Greek Monotonic
κεραμεοῦς: -ᾶ, -οῦν (κέραμος), φτιαγμένος απο πηλό, πήλινος, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραμεοῦς -ᾶ -οῦν [κέραμος] van klei, aarden.