περιαυχένιος: Difference between revisions
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periafchenios | |Transliteration C=periafchenios | ||
|Beta Code=periauxe/nios | |Beta Code=periauxe/nios | ||
|Definition=ον, (αὐχήν) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, (αὐχήν) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[put round the neck]], στρεπτός <span class="bibl">Hdt.3.20</span>; κόσμος <span class="bibl">Ph.2.62</span>, <span class="bibl">Alciphr.3.3</span>; δεσμοί <span class="bibl">Agath.4.1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">περιαυχένιον, τό</b>, [[necklace]], [[collar]], <span class="bibl">App.<span class="title">Mith.</span>85</span>, <span class="bibl">Aristaenet.1.19</span>, <span class="bibl">Hld.7.27</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:30, 1 July 2020
English (LSJ)
ον, (αὐχήν)
A put round the neck, στρεπτός Hdt.3.20; κόσμος Ph.2.62, Alciphr.3.3; δεσμοί Agath.4.1. II Subst. περιαυχένιον, τό, necklace, collar, App.Mith.85, Aristaenet.1.19, Hld.7.27.
German (Pape)
[Seite 569] um den Nacken oder Hals gehend, Her. 3, 20; τὸ περιαυχένιον, Halsband, Heliod. 7, 27.
Greek (Liddell-Scott)
περιαυχένιος: -ον, (αὐχὴν) ὁ περὶ τὸν αὐχένα τιθέμενος, στρεπτὸς Ἡρόδ. 3. 20· κόσμος Ἀλκίφρων 3. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περιαυχένιον, τό, περιδέραιον· κλοιός, Ἀππ. Μιθρ. 85, Ἀρισταίν. 1. 19, κλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on met autour du cou.
Étymologie: περί, αὐχήν.
Greek Monolingual
-α, -ο / περιαυχένιος, -ον, ΝΑ
αυτός που περιβάλλει τον αυχένα («κόσμος περιαυχένιος», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το περιαυχένιο
α) το μέρος της σαγής υποζυγίου, το οποίο περιβάλλει τον αυχένα, η λαιμαργία, αλλ. περιλαίμιο
β) πλατύς μεταλλικός δακτύλιος με σπειροειδή αυλάκωση στο εσωτερικό του ο οποίος βιδώνεται συνδέοντας δύο μεταλλικά τεμάχια, κν. κολάρο
(ρχ.) το ουδ. ως ουσ. περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + αὐχήν, -ένος (πρβλ. κατ-αυχένιος)].
Greek Monotonic
περιαυχένιος: -ον (αὐχήν), αυτός που τοποθετείται γύρω από το λαιμό, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
περιαυχένιος: обвивающий шею, т. е. носимый на шее (στρεπτός Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιαυχένιος -ον [περί, αὐχήν] om de hals zittend.