ἀναρριχάομαι: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(1a)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">climb with hands and feet</b> (Ar.)<br />Other forms: also <b class="b3">ἀρριχάομαι</b> (Hippon.; by Lucian called obsolete; perhaps shortened from <b class="b3">ἀναρρ-</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown. See Solmsen IF 13, 132ff.; Ehrlich Betonung 53.
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[climb with hands and feet]] (Ar.)<br />Other forms: also <b class="b3">ἀρριχάομαι</b> (Hippon.; by Lucian called obsolete; perhaps shortened from <b class="b3">ἀναρρ-</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown. See Solmsen IF 13, 132ff.; Ehrlich Betonung 53.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:29, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρρῐχάομαι Medium diacritics: ἀναρριχάομαι Low diacritics: αναρριχάομαι Capitals: ΑΝΑΡΡΙΧΑΟΜΑΙ
Transliteration A: anarricháomai Transliteration B: anarrichaomai Transliteration C: anarrichaomai Beta Code: a)narrixa/omai

English (LSJ)

impf.

   A ἀνερριχώμην Ar.Pax70, Aristaenet.1.20: fut. -ήσομαι Poll.5.82: aor. ἀνερριχησάμην D.C.43.21:—in Suid. and EM the augm. tenses are written ἀνηρρ-, cf. ἀρριχάομαι:— clamber up with the hands and feet, scramble up, ἀ. ὥσπερ οἱ πίθηκοι ἐπ' ἄκρα τὰ δένδρα Hellanic. 197 J.; ἀ. εἰς οὐρανόν Ar.l. c.; also in late Prose, Philostr.Im.2.28, Ael.NA7.24, 10.29, Aristaenet.1.3, Lib. Or.18.238, etc.: rarely c. acc., τοὺς ἀναβασμοὺς τοῖς γόνασιν ἀ. D.C. l. c.; τὸν τοῖχον Aristaenet.1.20 (s. v. l., <πρὸς> add. Pierson):—ridiculed as obsolete by Luc.Lex.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρρῐχάομαι: παρατ. ἀνερριχώμην Ἀριστοφ. Εἰρ. 70, Ἀρισταίν. 1. 20: μέλλ. -ήσομαι Πολυδ.5.82: ἀόρ. ἀνερριχησάμην Δίων Κ. 43. 21: - παρὰ Σουΐδ. καὶ Ἐτυμολ. Μ. οἱ δεχόμενοι αὔξησιν χρόνοι γράφονται ἀνηρρ-, καὶ οὗτος ἀληθῶς ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁ κανονικὸς σχηματισμός, ἀφοῦ τὸ ἁπλοῦν εἶναι ἀρριχάομαι, Ἱππῶναξ 97, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 14· ἴδε Δινδορφ. Σχόλ. Εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - ἐνίοτε γράφεται δι’ ἑνὸς ρ, Α. Β. 19, 55, καὶ ἐν χειρογρ. Ἀριστοτέλ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἀναβαίνω μεταχειριζόμενος χεῖρας καὶ πόδας, ἀνέρπω τρόπον τινά, «σκαλώνω» ἢ «σκαρφαλώνω», ἀναρριχῶνται δὲ ὥσπερ οἱ πίθηκοι ἐπ’ ἄκρα τὰ δέντρα Ἑλλάνικ. 178: ἀν. εἰς οὐρανὸν ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς π.χ. τῷ Φιλοστρ. 853, Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 24, 10. 29, Ἀρισταίν. 1. 3, Λιβαν., κτλ.· σπανίως μετ’ αἰτιατ., τοὺς ἀναβασμοὺς τοῖς γόνασιν ἀναρρ. Δίων Κ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸν τοῖχον Ἀρισταίν. 1. 20: - Ἡ λέξις χλευάζεται ὡς ἀπηρχαιωμένη ἐν Λουκ. Λεξιφ. 8. (Ἡ ἐτυμολογία ὅλως ἀσαφής).

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
impf. ἀνερριχώμην, f. ἀναρριχήσομαι, ao. ἀνερριχησάμην, pf. inus.
se hisser avec les mains ou les pieds, grimper.
Étymologie: ἀνά, ῥιχάομαι.

Spanish (DGE)

(ἀναρρῐχάομαι)
• Morfología: [aum. ἀνηρρ- Sud., EM 99.19G.]
1 trepar ὥσπερ οἱ πίθηκοι ἐπ' ἄκρα τὰ δένδρα Hellanic.197, εἰς τὸν οὐρανόν Ar.Pax 70, cf. Philostr.Im.2.28, Ael.NA 7.24
de un borracho ἐπὶ τὴν κατήλιφα Luc.Lex.8.
2 c. ac. subir, escalar τοὺς ἀναβασμοὺς ... τοῖς γόνασιν D.C.43.21.2, τὸν τοῖχον Aristaenet.1.20.10.

Greek Monotonic

ἀναρρῐχάομαι: παρατ. ἀνερριχώμην, ανεβαίνω με τα χέρια και τα πόδια, σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀναρρῐχάομαι: карабкаться, взбираться (εἰς τὸν οὐρανόν Arph.; ἐπὶ τὴν κατήλιφα Luc.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: climb with hands and feet (Ar.)
Other forms: also ἀρριχάομαι (Hippon.; by Lucian called obsolete; perhaps shortened from ἀναρρ-.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. See Solmsen IF 13, 132ff.; Ehrlich Betonung 53.

Middle Liddell

[Deriv. unknown.]
to clamber up with the hands and feet, scramble up, Ar.

Frisk Etymology German

ἀναρριχάομαι: {ana-rrikháomai}
Forms: auch ἀρριχάομαι (Hellanik., Ar., später Prosa; von Lukian als veraltetverpönt). Davon ἀναρρίχησις das Emporklettern (Arist.).
Grammar: v.
Meaning: mit Händen und Füßen emporklettern,
Etymology : Iterativ-intensive Ableitung von einem verschollenen primären Verb ohne sichere Entsprechungen. Unhaltbar Solmsen IF 13, 132ff.; vgl. noch Ehrlich Betonung 53.
Page 1,103