ὁμόστοιχος: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(3b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omostoichos | |Transliteration C=omostoichos | ||
|Beta Code=o(mo/stoixos | |Beta Code=o(mo/stoixos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[in the same line]] or <b class="b2">rank with</b>, τινι <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.6.3</span>, <span class="bibl">Jul. <span class="title">Or.</span>5.163c</span>, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>312</span> ; v.l. for [[ὁμότοιχος]] (q. v.) in Plu.2.503d.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:34, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A in the same line or rank with, τινι Thphr.CP6.6.3, Jul. Or.5.163c, Dam.Pr.312 ; v.l. for ὁμότοιχος (q. v.) in Plu.2.503d.
German (Pape)
[Seite 340] = Vorigem, Sp., μανίᾳ γὰρ ὁμόστοιχος ἡ ὀργή, Plut. de garrul. 4. Vgl. aber ὁμότοιχος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόστοιχος: -ον, ὁ ἐν τῇ αὐτῇ γραμμῇ ἢ τάξει μετά τινος ὤν, τινι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 3, Ἐκκλ.· - ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε -στιχος. -Ἐπίρρ. ὁμοστίχως, Λεόντ. Μον. 641Α,
Greek Monolingual
ὁμόστοιχος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια γραμμή ή στην ίδια τάξη με άλλον
2. αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, στην ίδια κατηγορία με άλλον, ισότιμος, ισόβαθμος.
επίρρ...
ὁμοστοίχως (ΑΜ)
1. κατά την ίδια σειρά, κατά την ίδια τάξη
2. σύμφωνα με..., σε συμφωνία με...
3. του ίδιου είδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + στοῖχος «γραμμή, σειρά» (πρβλ. πολύ-στοιχος)].
Russian (Dvoretsky)
ὁμόστοιχος: совместно идущий, т. е. сходный (μανίᾳ ὁ. ἡ ὀργή Plut.).