ἔκδοτος: Difference between revisions
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekdotos | |Transliteration C=ekdotos | ||
|Beta Code=e)/kdotos | |Beta Code=e)/kdotos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[given up]], [[delivered]], esp. [[betrayed]], ἔκδοτόν μιν ἐποίησε ἐς τοὺς Πέρσας <span class="bibl">Hdt.3.1</span>, cf. <span class="bibl">Isoc.4.122</span> ; τὴν Βοιωτίαν Θηβαίοις <span class="bibl">Aeschin.3.142</span> ; ἱκέτην ἔ. διδόναι <span class="bibl">D.23.85</span>, etc. ; τοῖς πολεμίοις παραδιδόναι <span class="bibl">Lycurg.85</span> ; οὔτε σοὶ οὔτε ἄλλῃ οὐδεμιᾷ περιστάσει δώσομεν ἑαυτοὺς ἐ. Metrod.<span class="title">Fr.</span>49 ; λαβών τινα ἔ. ὑπὸ τοῦ ὕπνον <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>6.13.9</span> ; ἔκδοτος ἄγεσθαι <span class="bibl">Hdt.6.85</span> ; <b class="b3">γίγνεσθαι</b> ibid., <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1251</span> ; ἔ. διὰ χειρὸς ἀνόμων <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>2.23</span> : metaph., <b class="b3">παρέχειν ἑαυτὴν ἔ. τινι</b> to [[give]] herself | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[given up]], [[delivered]], esp. [[betrayed]], ἔκδοτόν μιν ἐποίησε ἐς τοὺς Πέρσας <span class="bibl">Hdt.3.1</span>, cf. <span class="bibl">Isoc.4.122</span> ; τὴν Βοιωτίαν Θηβαίοις <span class="bibl">Aeschin.3.142</span> ; ἱκέτην ἔ. διδόναι <span class="bibl">D.23.85</span>, etc. ; τοῖς πολεμίοις παραδιδόναι <span class="bibl">Lycurg.85</span> ; οὔτε σοὶ οὔτε ἄλλῃ οὐδεμιᾷ περιστάσει δώσομεν ἑαυτοὺς ἐ. Metrod.<span class="title">Fr.</span>49 ; λαβών τινα ἔ. ὑπὸ τοῦ ὕπνον <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>6.13.9</span> ; ἔκδοτος ἄγεσθαι <span class="bibl">Hdt.6.85</span> ; <b class="b3">γίγνεσθαι</b> ibid., <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>1251</span> ; ἔ. διὰ χειρὸς ἀνόμων <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>2.23</span> : metaph., <b class="b3">παρέχειν ἑαυτὴν ἔ. τινι</b> to [[give]] herself [[entirely up]] to him, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>20.13</span> ; ἔ. σεαυτὴν τῷ ποταμῷ ἐᾶσαι <span class="bibl">Porph. <span class="title">Marc.</span>5</span> ; [χώρα] ἔ. τῷ κακῷ <span class="bibl">Id.<span class="title">Chr.</span>49</span> ; πρὸς ὕβριν ἔ. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span> 2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">given in marriage</b>, PMasp.5.10 (vi A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:17, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A given up, delivered, esp. betrayed, ἔκδοτόν μιν ἐποίησε ἐς τοὺς Πέρσας Hdt.3.1, cf. Isoc.4.122 ; τὴν Βοιωτίαν Θηβαίοις Aeschin.3.142 ; ἱκέτην ἔ. διδόναι D.23.85, etc. ; τοῖς πολεμίοις παραδιδόναι Lycurg.85 ; οὔτε σοὶ οὔτε ἄλλῃ οὐδεμιᾷ περιστάσει δώσομεν ἑαυτοὺς ἐ. Metrod.Fr.49 ; λαβών τινα ἔ. ὑπὸ τοῦ ὕπνον J.AJ6.13.9 ; ἔκδοτος ἄγεσθαι Hdt.6.85 ; γίγνεσθαι ibid., E.Ion1251 ; ἔ. διὰ χειρὸς ἀνόμων Act.Ap.2.23 : metaph., παρέχειν ἑαυτὴν ἔ. τινι to give herself entirely up to him, Luc.DDeor.20.13 ; ἔ. σεαυτὴν τῷ ποταμῷ ἐᾶσαι Porph. Marc.5 ; [χώρα] ἔ. τῷ κακῷ Id.Chr.49 ; πρὸς ὕβριν ἔ. Iamb.Protr. 2. II given in marriage, PMasp.5.10 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 758] adj. verb. zu ἐκδίδωμι, in den daselbst angeführten Bedeutungen, bes. = verrathen, ἔκδοτον ποιεῖν τινα ἐς τοὺς Πέρσας, an die Perser, Her. 3, 1, wie τινί Isocr. 4, 122; Aesch. 3, 61; ἔκδοτος γίγνομαι Eur. Ion 1251; Her. 6, 85; auch ἔκδοτον διδόναι, Dem. 23, 217; ἑαυτὴν ἔκδοτον παρέχειν, sich hingeben, Luc. D. D. 20, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκδοτος: -ον, ὁ ἐκδιδόμενος, παραδιδόμενος, κυρίως ὁ προδιδόμενος, ἔκδοτόν μιν ἐποίησε ἐς τοὺς Πέρσας Ἡρόδ. 3. 1, πρβλ. Ἰσοκρ. 66Β, Αἰσχίν. 73. 42· ἔκδ. τινα διδόναι Δημ. 648. 25· γίγνεσθαι αὐτόθι, Εὐρ. Ἴων 1251· μεταφ., παρέχειν ἑαυτὴν ἔκδοτόν τινι, παραδιδόναι ἑαυτὴν ὁλοκλήρως εἴς τινα, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
livré.
Étymologie: ἐκδίδωμι.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: ἔγδ- IG 12(8).150.13 (Samotracia III a.C.)
• Morfología: [fem. -η Suppl.Mag.42.17]
I gener. en constr. predic.
1 de pers. extraditado, entregado a jurisdicción ajena, gener. en uso pred. c. δίδωμι o verbo equiv. μιν ... ἔκδοτον ἐποίησε ἐς Πέρσας lo entregó a los Persas Hdt.3.1, μιν κατέκριναν ἔκδοτον ἄγεσθαι ἐς Αἴγιναν Hdt.6.85, ἄνθρωπον ... ἄνευ λόγου καὶ ψήφου ποιεῖν ἔκδοτον D.23.76, ἐὰν μὴ τὸν ἱκέτην ἔκδοτον διδῶσιν D.23.85, (τοὺς ἀσεβήσαντας) δέδωκεν ἐγδότους [τ] ῇ πόλει ... ὅπως τύχωσι τῆς προσηκούσης τιμωρίας IG l.c., cf. Plb.3.34.8, I.AI 18.369, τοῦτον ... ἔκδοτον ... ἀνείλατε Act.Ap.2.23, cf. Hld.10.36.4, ἀπὸ Κώῳν ἀναχωρεῖτε ὅτι Ἱπποκράτην οὐ δίδοντι ἔκδοτον Hp.Ep.9, ἐξαίτησον τὸν Αἴσωπον ἔκδοτον Vit.Aesop.G 95
•c. dat. ἔκδοτον πεποιηκότα Φιλίππῳ Κερσοβλέπτην Aeschin.3.61, Ἀννίβαν καὶ τοὺς μετ' αὐτοῦ συνέδρους ἐκδότους διδόναι Ῥωμαίοις Plb.3.20.8, ὄφρα μὴ Ἑβραίοις μεταχείριος ἔ. εἴην Nonn.Par.Eu.Io.18.36, c. ἐπί y dat. παραδοῦναί τινα ἔκδοτον ἐπὶ τιμωρίᾳ τοῖς ἐχθροῖς D.H.7.53, ἔκδοτον παρὰ τῆς βουλῆς ἠξίουν ἐπὶ θανάτῳ λαβεῖν D.H.8.6, cf. 27, c. ὑπό y ac. τὸν βασιλέα ... ἔκδοτον γενόμενον ὑπὸ τῶν πολιητέων ἄγειν Hdt.6.85
•extraditable, sujeto a extradición ὁ βουλόμενος ἄξει τὸν ἄκοντ' ἀπεκτονότα, ἔκδοτον λαβών, εἰς τὴν τοῦ παθόντος βίᾳ πατρίδα D.23.49.
2 de pers. y ciu. entregado, puesto en manos del enemigo πολλοὺς αὐτῶν ἐκδότους ἐποίησαν Isoc.4.122, ἔκδοτον μὲν τὴν Βοιωτίαν ἅπασαν ἐποίησε Θηβαίοις Aeschin.3.142, cf. 73, τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἐκδότους δεδώκατε τοῖς βαρβάροις εἰς τὰς αἰσχίστας ὕβρεις Plb.11.5.7, φυγοῦσι (los persas) προύδοκαν ἐκδότους τὰς Ἑλληνίδας πόλεις a los que se retiraban entregaron traicioneramente las ciudades griegas Plb.6.49.5, καταλειπόμενον ἔκδοτον τοῖς πολεμίοις D.S.20.68, cf. D.C.89.6, 63.12.1, Aristid.Or.11.20, παρέχειν ἑαυτὸν ἔκδοτον entregarse Polyaen.5.2.1
•sin ref. a enemigos entregado mediante un tratado ὃς (Evágoras) ἄρχει μὲν μιᾶς πόλεως ... ἐν δὲ ταῖς συνθήκαις ἔ. ἐστι Isoc.4.141.
3 sin idea de entrega o sin que medie acto de rendición inerme, a expensas de los enemigos ἔ. δὲ γίγνομαι E.Io 1251, ἀποδράσεσθαι καὶ τοὺς συμμάχους ἐκδότους καταλιπεῖν D.S.14.76, ταῖς ἑταίραις παρασχοῦσα ἔκδοτον Luc.Bis Acc.17
•de partes del cuerpo, real o fig. τοῦ αὐχένος ... μέρος ἔκδοτον εἰς τὸ παίεσθαι προὐβάλλετο Hld.10.31.6, ἐὰν ... τὸ πρακτικὸν τῆς ψυχῆς ἔκδοτον δῶμεν δαιμονίοις Basil.M.30.149C, παρέχειν ἔκδοτα τὰ σώματα ποικίλαις κωλάσεως ἰδέαις Gr.Nyss.Mart.2.161.2, cf. Basil.Ep.129
•en cont. erót. rendido, entregado Ἔρως ... ἤν με λάβῃς μεθύοντ', ἄπαγ' ἔκδοτον Posidipp.Epigr.7.3, παράπεμψον ἔτι με νῦν πρὸς ὃν ἡ Κύπρις ἔκδοτον ἄγει με Mim.Fr.Pap.1.13, ἐκδότην αὐτὴν ὡς δούλην ἑαυτὴν αὐτῇ παρέχουσα<ν> Suppl.Mag.l.c.
•fig. en otros cont. rendido, inerme λαβὼν αὐτὸν ἔκδοτον ὑπὸ τοῦ ὕπνου I.AI 6.316, μὴ παρέχειν αὑτὸν ἔκδοτον τῇ λύπῃ no rendirse ante la desgracia I.AI 14.355, ἅπαντα ἀπολιποῦσα ... ἑαυτὴν ἔκδοτον ἕψεται καὶ συνοικήσει Luc.DIud.13, ἔκδοτον δὲ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα ταῖς ἐπιθυμίαις παραδεδωκότες Vett.Val.209.32, ἐκδότους ἑαυτοὺς τοῖς λυπηροῖς ποιῆσαι Basil.Ep.28, cf. Gal.5.14, Clem.Al.Paed.1.13.102, Iambl.Protr.2, Eus.PE 6.6.12.
II 1de mujeres entregada en matrimonio en la ceremonia de constitución de la dote ἔκδοτόν μοι δίδωσιν ἣν ὁρᾶς παῖδα Erot.Fr.Pap.Ses.p.260, ἔ. ἐγ[ε] νάμην PMasp.5.10 (VI d.C.).
2 de mercancías entregado, SB 7181B.5 (III d.C.).
English (Strong)
from ἐκ and a derivative of δίδωμι; given out or over, i.e. surrendered: delivered.
English (Thayer)
ἔκδοτον (ἐκδίδωμι), given over, delivered up, (to enemies, or to the power, the will, of someone): λαμβάνειν τινα ἔκδοτον, λαβόντες is rejected by G L T Tr WH); διδόναι or ποιεῖν τινα ἔκδοτος Herodotus 3,1; Demosthenes, 648,25; Josephus, Antiquities 6,13, 9; Palaeph. 41,2; others; Bel and the Dragon , verse ἑαυτόν ἔκδοτος διδόναι τῷ θανάτῳ, Ignatius ad Smyrn. 4,2 [ET].
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκδοτος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
ο παραδομένος στα πάθη, ο ακόλαστος
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που παραδόθηκε
2. προδομένος
3. (για γυναίκα) αυτή που δόθηκε σε γάμο
4. αυτός που περιέρχεται στη διάθεση κάποιου.
Greek Monotonic
ἔκδοτος: -ον (ἐκδίδωμι), αυτός που παραδίδεται, που δίνεται, που εκχωρείται, σε Ηρόδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκδοτος: выданный (ἔς τινα Her. и τινι Isocr.): τινὰ ἔκδοτον ποιεῖν Her. или διδόναι Diod. выдавать кого-л.; ἔκδοτον γενέσθαι Eur. быть выданным (на казнь); ἑαυτὸν ἔκδοτον παρέχειν Luc. отдать себя в (чье-л.) распоряжение.
Middle Liddell
ἔκδοτος, ον ἐκδίδωμι
given up, delivered over, surrendered, Hdt., attic
Chinese
原文音譯:œkdotoj 誒克-多拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:出去-給(了)
字義溯源:被交出去,交給,交付;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(διδῶ / δίδωμι)*=給)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 被交付(1) 徒2:23