σησαμοειδής: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sisamoeidis | |Transliteration C=sisamoeidis | ||
|Beta Code=shsamoeidh/s | |Beta Code=shsamoeidh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[like sesame]] or | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[like sesame]] or [[sesame-seeds]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.13.6</span>; of bones, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>2.12</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">σησαμοειδές, τό</b>, [[fruit of]] <b class="b3">ἐλλέβορος μέλας</b>, Dsc.4.162; used medicinally, Hp.<b class="b2">Acut.(Sp</b>.) 60, <span class="bibl"><span class="title">Ep.</span> 21</span>; hellebore from Anticyra acc. to <span class="bibl">Diocl.Fr.152</span>; also <b class="b3">σ. φάρμακον</b> <span class="bibl">Str.9.3.3</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">σ. τὸ μικρόν</b>, <b class="b2">purple rock-cress, Aubrietia deltoidea</b>, Dsc.4.163 (also called <b class="b3">σ. τὸ λευκόν</b>, Ps.-Dsc. ibid.). </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> <b class="b3">σ. τὸ μέγα</b>, <b class="b2">bastard rocket, Reseda alba</b>, Dsc.4.149.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:57, 1 July 2020
English (LSJ)
ές,
A like sesame or sesame-seeds, Thphr.HP3.13.6; of bones, Gal.UP2.12. II σησαμοειδές, τό, fruit of ἐλλέβορος μέλας, Dsc.4.162; used medicinally, Hp.Acut.(Sp.) 60, Ep. 21; hellebore from Anticyra acc. to Diocl.Fr.152; also σ. φάρμακον Str.9.3.3. 2 σ. τὸ μικρόν, purple rock-cress, Aubrietia deltoidea, Dsc.4.163 (also called σ. τὸ λευκόν, Ps.-Dsc. ibid.). 3 σ. τὸ μέγα, bastard rocket, Reseda alba, Dsc.4.149.
German (Pape)
[Seite 876] ές, 1) sesamartig, der Sesampflanze od. ihrem Saamen ähnlich. – 2) σησαμοειδὲς μέγα u. μικρόν, zwei sesamähnliche Pflanzen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σησᾰμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σησάμην ἢ πρὸς κόκκους σησάμου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 6. 2) σησαμοειδὲς μέγα καὶ μικρόν, δύο φυτὰ ὅμοια πρὸς τὴν σησάμην, εἴδη τοῦ φυτοῦ Reseda, κατὰ τὸν Sprengel, Διοσκ. 4. 152· εἶναι δὲ ἐν χρήσει ὡς φάρμακον, Ἱππ. 406. 38., 1288. 15· ὡσαύτως, σ. φάρμακον Στράβ. 418, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός που μοιάζει με σουσάμι, με σπόρο σουσαμιού
νεοελλ.
ανατ. φρ. α) «σησαμοειδή οστά» — μικρά στρογγυλά οστά που μοιάζουν με κόκκους σουσαμιού και αναπτύσσονται μέσα στους τένοντες οι οποίοι διέρχονται από τις αρθρώσεις
β) «σησαμοειδείς χόνδροι» — δύο ώς τέσσερεις μικροί χόνδροι του χόνδρινου σκελετού του λάρυγγα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ σησαμοειδές
ο καρπός του φυτού ελλέβορος ο μέλας
2. φρ. α) «σησαμοειδὲς τὸ μικρόν» — το φυτό ωβριετία η δελτοειδής, της οικογένειας σταυρανθή
β) «σησαμοειδὲς τὸ μέγα» — το φυτό ρεζεντά η λευκή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήσαμον «σουσάμι» + -ειδής].