Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπογγοειδής: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr

Menander, Monostichoi, 402
(nl)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spoggoeidis
|Transliteration C=spoggoeidis
|Beta Code=spoggoeidh/s
|Beta Code=spoggoeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sponge-like, spongy</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>22</span>, <span class="bibl"><span class="title">Oss.</span>4</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>7.8</span>, al.; cf. [[σπογγώδης]]. Adv. -δῶς Epicur. ap. <span class="title">Placit.</span>2.20.14.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sponge-like]], [[spongy]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">VM</span>22</span>, <span class="bibl"><span class="title">Oss.</span>4</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>7.8</span>, al.; cf. [[σπογγώδης]]. Adv. -δῶς Epicur. ap. <span class="title">Placit.</span>2.20.14.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:50, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπογγοειδής Medium diacritics: σπογγοειδής Low diacritics: σπογγοειδής Capitals: ΣΠΟΓΓΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: spongoeidḗs Transliteration B: spongoeidēs Transliteration C: spoggoeidis Beta Code: spoggoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A sponge-like, spongy, Hp.VM22, Oss.4, Gal.UP7.8, al.; cf. σπογγώδης. Adv. -δῶς Epicur. ap. Placit.2.20.14.

German (Pape)

[Seite 922] ές, schwammartig, Hippocr. und sonst.

Greek (Liddell-Scott)

σπογγοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σπόγγον, σπογγώδης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17., 274. 41, κ. ἀλλ.· πρβλ. σπογγώδης. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἐπίκουρ. παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλ. 1. 532.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και σφογγοειδής, -ές, Α
αυτός που μοιάζει με σπόγγο στη σύσταση και στις ιδιότητες
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγοειδή
ζωολ. οι σπόγγοι
2. φρ. «σπογγοειδής μυκητίαση»
ιατρ. λέμφωμα του δέρματος που δεν έχει όμως καμία σχέση με τις μυκητιάσεις αλλά είναι αιματοδερματοπάθεια, κακοήθης πάθηση του δέρματος και τών κυττάρων της αιμοποιητικής σειράς, που εξελίσσεται σε τρεις φάσεις.
επίρρ...
σπογγοειδῶς Α
με τρόπο όμοιο με του σπόγγου, απορροφητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σφόγγος + -ειδής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπογγοειδής -ές [σπόγγος, εἶδος] sponsachtig.