πεπρωμένος: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(3b)
(CSV import)
Line 13: Line 13:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πεπρωμένος:''' [part. pf. pass. к [[πορεῖν]] определенный судьбой Hom., Pind., Aesch.: ἡ [[πεπρωμένη]] [[μοῖρα]] Aesch. предрешенная судьба.
|elrutext='''πεπρωμένος:''' [part. pf. pass. к [[πορεῖν]] определенный судьбой Hom., Pind., Aesch.: ἡ [[πεπρωμένη]] [[μοῖρα]] Aesch. предрешенная судьба.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[πόρω]]) [[fated]], [[appointed by doom]], [[appointed by fate]], [[appointed]]
}}
}}

Revision as of 13:36, 4 July 2020

French (Bailly abrégé)

η, ον :
v. πέπρωται.

English (Autenrieth)

see πορ-.

English (Slater)

πεπρωμένος
   1 fated ἦν ὅτι νιν πεπρωμένον ἀμπνεῦσαι καπνόν (O. 8.33) σε πεπρωμένον βασιλἔ ἄμφανεν Κυράνᾳ (P. 4.61) ταύτας δὲ μή ποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον (P. 6.27) ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει (N. 4.43) καὶ τὸ μόρσιμον Διόθεν πεπρωμένον ἔκφερεν (N. 4.61) πεπρωμένον ἦν φέρτερον πατέρος ἄνακτα γόνον τεκεῖν (I. 8.32) ] π[ε]πρωμέναν πάθαν α[ Πα. 8A. 16. ὅτι Λαομέδοντι πεπρωμένοἰ ἤρχετο μόροιο κάρυξ fr. 140a. 67 (41). πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν fr. 177a. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ, οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεπρωμένος, -η, -ον, ΝΑ
1. γραμμένος από τη μοίρα, μοιραίος
2. το ουδ. ως ουσ. το πεπρωμένο(ν)
το ορισμένο από τη μοίρα, το γραφτό, η ειμαρμένη
3. φρ. «τὸ πεπρωμένον φυγεῑν ἀδύνατον» — είναι αδύνατον να αποφύγει κανείς ό,τι είναι καθορισμένο από τη μοίρα γι' αυτόν
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεπρωμένα
(ενν. λαού, έθνους φυλής) επιδιώξεις που έχουν καθοριστεί από μοίρα ή την προγονική παράδοση καθώς και ο ρόλος τον οποίο καλείται να διαδραματίσει ένας λαός ένα έθνος, μία φυλή στο πέρασμα τών αιώνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. του παρακμ. πέπρωται του άχρηστου ενεστ. πόρω].

Russian (Dvoretsky)

πεπρωμένος: [part. pf. pass. к πορεῖν определенный судьбой Hom., Pind., Aesch.: ἡ πεπρωμένη μοῖρα Aesch. предрешенная судьба.

English (Woodhouse)

(see also: πόρω) fated, appointed by doom, appointed by fate, appointed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)