καρτερικός: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
(CSV import)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καρτερικός]], ή, όν [[καρτερός]]<br />[[capable]] of [[endurance]], [[patient]], Xen., Arist.
|mdlsjtxt=[[καρτερικός]], ή, όν [[καρτερός]]<br />[[capable]] of [[endurance]], [[patient]], Xen., Arist.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[enduring]], [[patient]]
}}
}}

Revision as of 15:10, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερικός Medium diacritics: καρτερικός Low diacritics: καρτερικός Capitals: ΚΑΡΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: karterikós Transliteration B: karterikos Transliteration C: karterikos Beta Code: karteriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of endurance, patient, Amips.9, Isoc.8.109, etc.; πρὸς Χειμῶνα X.Mem.1.2.1 (Sup.); ῥώμη κ. πρὸς ἀρετήν Pl.Def.412a: Sup., Luc.Anach.38; opp. μαλακός and distd. from ἐγκρατής (cf. καρτερία), Arist.EN1150a33. Adv. -κῶς ib. 1179b33, Marin.Procl.12.

German (Pape)

[Seite 1330] zum Ausharren, zur Standhaftigkeit geneigt, geeignet, geübt darin; καὶ φιλόπονος Isocr. 2, 45; Ggstz μαλακός Arist. Eth. 7, 7; enthaltsam, Pol. 2, 9; πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος Xen. Mem. 1, 2, 1; Sp. – Adv., σωφρόνως καὶ καρτερικῶς ζῆν Arist. Eth. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

καρτερικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ καρτερῇ, νὰ ὑπομένῃ. Ἀμειψίας ἐν «Κόνῳ» 1, Ἰσοκρ. 181C, κτλ.· πρὸς χειμῶνα Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1, Πλάτ. Ὅρ. 12Α· ἀντίθετον τῷ μαλακὸς καὶ διαστελλόμενον ἀπὸ τοῦ ἐγκρατὴς (πρβλ. καρτερία), Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 7. 7, 4.- Ἐπίρρ. -καρτερικῶς, αὐτόθι 10. 9. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ferme, patient, dur au mal : καρτερικὸς πρός τι capable de supporter qch;
Sp. καρτερικώτατος.
Étymologie: καρτερός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM καρτερικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αντέχει με γενναιότητα
(«πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος», Ξεν.)
2. αυτός που υπομένει χωρίς να κάμπτεται
3. αυτός που δείχνει εμμονή και σταθερότητα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ καρτερικόν
η καρτερικότητα, η καρτερία
αρχ.
αυτός που ζητά από κάποιον υπομονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερῶ].

Greek Monotonic

καρτερικός: -ή, -όν (καρτερός), ικανός προς εγκαρτέρηση, υπομονετικός, σε Ξεν., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

καρτερικός:
1) выносливый (πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους Xen.; ἀνδρεῖος καὶ κ. Plut.);
2) терпеливый, упорный (κ. καὶ φιλόπονος Isocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρτερικός -ή -όν [καρτερός] volhardend:; ἀντίκειται... τῷ... μαλακῷ ὁ καρτερικός tegenover de slappeling staat de volhardende Aristot. EN 1150a33; in staat om iets te verdragen:. πρὸς χειμῶνα... καρτερικώτατος het meest bestand tegen winterse koude Xen. Mem. 1.2.1.

Middle Liddell

καρτερικός, ή, όν καρτερός
capable of endurance, patient, Xen., Arist.

English (Woodhouse)

enduring, patient

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)