ἐξέτασις: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐξέτᾰσις, εως [[ἐξετάζω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[close]] [[examination]], [[scrutiny]], [[review]], Thuc., Plat., etc.<br /><b class="num">2.</b> a [[military]] [[inspection]] or [[review]], Thuc., Xen. | |mdlsjtxt=ἐξέτᾰσις, εως [[ἐξετάζω]]<br /><b class="num">1.</b> a [[close]] [[examination]], [[scrutiny]], [[review]], Thuc., Plat., etc.<br /><b class="num">2.</b> a [[military]] [[inspection]] or [[review]], Thuc., Xen. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[examination]], [[review]], [[inspection of troops]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 4 July 2020
English (LSJ)
εως, ἡ,
A close examination, scrutiny, test, Pl.Ap.22e, Tht.210c; ἡδονῆς ἐ. πᾶσαν ποιήσασθαι Id.Phlb.55c; ἐ. ποιεῖσθαι περί τινος Lycurg.28; ἐ. λαμβάνειν undertake an inquiry, D.18.246; ἐ. τινος ἔχειν Th.6.41; ἔσχον τὸ ἴσον εἰς ἐ. I received the copy for examination, PLond.2. 338.24 (ii A.D.), etc.; ἐ. γίγνεται πρός τι comparison is made with... Luc.Prom.12. 2 a military inspection or review, ἐ. ὅπλων, ἵππων ποιεῖσθαι, hold a review of .., Th.4.74, 6.45,96; τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν βαρβάρων ποιεῖσθαι X.An.1.2.14; ἐ. σὺν τοῖς ὅπλοις ἐγίγνετο ib.5.3.3. b at Rome, ἐ. ἱππέων, = Lat. transvectio equitum, Plu.Aem. 38, D.C.55.31; ἐ. ἐτησία Id.63.13. c ἐ. τῶν βουλευτῶν, = Lat. lectio Senatus, revision of the Senatorial roll, Id.54.26. d ἐ. βίων, of the Roman Census, Plu.Aem.38, cf. J.AJ3.12.4. e inspection of articles, IG22.333.11. 3 arrangement, order, Nicom. Harm.6.
German (Pape)
[Seite 879] ἡ, die Prüfung, Untersuchung, von Personen u. Sachen; Plat. Apol. 22 e; μὴ τοίνυν ἡδονῆς ἐξέτασιν πᾶσαν ποιήσασθαι Phil. 55 c; Folgde; bes. Musterung, ποιεῖσθαι ὅπλων καὶ ἵππων Thuc. 6, 45. 96; Xen. An. 1, 2, 14 u. oft; auch ποιεῖν, 1, 2, 9; ἐξέτασις ἐν τοῖς ὅπλοις γίγνεται 5, 3, 3; ἐξέτασιν λαμβάνειν, die Untersuchung vornehmen, Dem. 18, 246; πρός τι, Vergleichung womit, Luc. Prom. 12; – βίων, census der Römer, Plut. Aem. P. 38; auch von gerichtlicher Untersuchung, Hdn. 1, 8, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέτᾰσις: -εως, ἡ, τὸ ἐξετάζειν τι ἐπισταμένως, ἔρευνα, ἐξέτασις, Πλάτ. Ἀπολ. 22Ε. Θεαίτ. 210C· ἐξ ποιεῖσθαι περί τινος Λυκοῦργ. 151· μέσ., ἐξ. λαμβάνειν, ἀναλαμβάνειν ἔρευναν, Δημ. 308. 25· οὕτως, ἐξ. τινος ἔχειν Θουκ. 6. 41· ἐξ. γίγνεται πρός τι, σύγκρισις γίνεται πρός τι..., Λουκ. Προμ. ἢ Καύκ. 12· ‒ ἐξ βίων, ἡ παρὰ Ρωμαίοις censura, τιμητεία, Πλούτ. Αἰμίλ. 38. 2) στρατιωτικὴ ἐπιθεώρησις, ἐξ ὅπλων, ἵππων ποιεῖσθαι, ποιεῖν ἐπιθεώρησιν, Θουκ. 4. 74., 6. 45, 96· ποιεῖν Ξεν. Ἀν. 1. 2, 14· ἐξ γίγνεται αὐτόθι 5. 3, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 recherche, examen;
2 recensement, revue militaire ; à Rome ἐξέτασις βίων PLUT censure.
Étymologie: ἐξετάζω.
Greek Monotonic
ἐξέτασις: -εως, ἡ (ἐξετάζω),
1. εξονυχιστική εξέταση, έρευνα, επιθεώρηση, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
2. στρατιωτική επιθεώρηση ή εξέταση, έλεγχος, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐξέτᾰσις: εως ἡ
1) рассмотрение, исследование, испытание: ἐξέτασιν ποιεῖν (ποιεῖσθαι) Thuc., Xen., Plat. или λαμβάνειν Dem. производить (предпринимать) исследование;
2) воен. проверка, (о)смотр, инспектирование (ὅπλων καὶ ἵππων Dem.; ἐν τῷ πεδίῳ τῶν Ἑλλήνων Xen.);
3) сопоставление, сравнение (πρός τι Luc.);
4) учет, перепись (ἐ. καὶ σύνταξις τῶν πολιτῶν Arst.);
5) надзор (лат. censura) (περὶ τὰ ἤθη καὶ τοὺς βίους, тж. βίων Plut.).
Middle Liddell
ἐξέτᾰσις, εως ἐξετάζω
1. a close examination, scrutiny, review, Thuc., Plat., etc.
2. a military inspection or review, Thuc., Xen.