δαιτυμών: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=daitymon
|Transliteration C=daitymon
|Beta Code=daitumw/n
|Beta Code=daitumw/n
|Definition=όνος, ὁ, (δαίς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one that is entertained, guest</b>, (but in <span class="bibl">Od.4.621</span> of [[those who bring each his portion]]) Hom. only in pl., <span class="bibl">Od.7.102</span>, <span class="bibl">148</span>, al, cf. <span class="bibl">Hdt. 1.73</span>, etc.: in sg., <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>345c</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1282a22</span>.</span>
|Definition=όνος, ὁ, (δαίς) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one that is entertained]], [[guest]], (but in <span class="bibl">Od.4.621</span> of [[those who bring each his portion]]) Hom. only in pl., <span class="bibl">Od.7.102</span>, <span class="bibl">148</span>, al, cf. <span class="bibl">Hdt. 1.73</span>, etc.: in sg., <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>345c</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1282a22</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:18, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιτῠμών Medium diacritics: δαιτυμών Low diacritics: δαιτυμών Capitals: ΔΑΙΤΥΜΩΝ
Transliteration A: daitymṓn Transliteration B: daitymōn Transliteration C: daitymon Beta Code: daitumw/n

English (LSJ)

όνος, ὁ, (δαίς)

   A one that is entertained, guest, (but in Od.4.621 of those who bring each his portion) Hom. only in pl., Od.7.102, 148, al, cf. Hdt. 1.73, etc.: in sg., Pl.R.345c, Arist.Pol.1282a22.

German (Pape)

[Seite 516] όνος, ὁ, der Schmausende, der Tischgenosse, der Gast; ἀνδρῶν δαιτυμόνων Hom. Odyss. 15, 467, ἀνδράσι δαιτυμόνεσσιν 22, 12; ohne ἀνήρ Odyss. 7, 102. 148. 8, 66. 473. 9, 7. 17, 605. In der unächten Stelle Odyss. 4, 621 nahmen Einige δαιτυμόνες = Köche, s. Scholl. und vgl. Wolf. Prolegg. p. 131 Spohn De extrema parte Odyss. p. 9 Nitzsch Anm. zu der Stelle. – Her. 1, 73. 119, öfter; Eur. Cycl. 605; comici; Plat. Rep. I, 345 c u. Sp., wie Luc. Parasit. 10; Sp. Dichter auch von Thieren, s. Lehrs Aristarch. p. 165.

Greek (Liddell-Scott)

δαιτῠμών: -όνος, ὁ, (δαὶς) ὁ ἑστιώμενος, ὁ εἰς τράπεζαν προσκεκλημένος καὶ ξενιζόμενος, Ὅμ. μόνον κατὰ πληθ., Ὀδ. Η. 102, 148, κτλ.· οὕτως Ἡρόδ. 1. 73, κτλ.· - ἐν Ὀδ. Δ. 620 οἱ δαιτυμόνες εἰσὶν ἐρανισταί, ἤτοι σύνδειπνοι φέροντες ἕκαστος τὸ ἑαυτοῦ μερίδιον, ἴδε Nitzsch ἐν τόπῳ· ὁ Wolf, Προλεγ. σ. CXXXI, θεωρεῖ τοὺς στίχους 621-624 ὡς παρεμβλήτους· - καθ’ ἑνικ., Πλάτ. Πολιτ. 345C, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 14· τοῦ ξένων δαιτυμόνος, τοῦ τρεφομένου ἐκ τῶν (σαρκῶν τῶν) ξένων, Εὐρ. Κύκλ. 610.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
hôte invité à un repas.
Étymologie: δαιτύς.

Greek Monolingual

δαιτυμών (-όνος), ο (AM)
όποιος παρακάθεται σε γεύμα, ο ομοτράπεζος
μσν.
(για πνευματική τροφή) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει κάτι («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῡ τροφῆς»)
αρχ.
1. όποιος φέρνει μαζί του σε κοινό γεύμα το δικό του φαγητό
2. ο τρεφόμενος με κάτι, αυτός που τρώγει κάτι (για τον Κύκλωπα), «τοῦ ξένων δαιτυμόνος» — αυτός που τρέφεται με τις σάρκες τών ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιτύς + (επίθημα) -μων].

Greek Monotonic

δαιτῠμών: -όνος, ὁ (δαίς), αυτός που ψυχαγωγείται, προσκεκλημένος επισκέπτης, συνδαιτημόνας, ομοτράπεζος, στον πληθ., σε Όμηρ., Ηρόδ.· στον ενικ., σε Πλάτ.· ὁ ξένων δαιτυμών, αυτός που τρέφεται από τη σάρκα των ξένων, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δαιτῠμών: όνος ὁ участник трапезы, сотрапезник, гость Hom., Her., Plat., Arst., Plut.: ὁ ξένων δ. Eur. пожиратель (своих) гостей, т. е. Полифем.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιτυμών -όνος, ὁ [δαιτύς] gast, disgenoot.

Middle Liddell

δαίς
one that is entertained, an invited guest, in pl., Hom., Hdt.:—in sg., Plat.; ὁ ξένων δαιτυμών who makes his meal on strangers, Eur.