κάσις: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kasis
|Transliteration C=kasis
|Beta Code=ka/sis
|Beta Code=ka/sis
|Definition=[ᾰ], ὁ, gen. <b class="b3">κάσιος</b> first in <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>1229</span>; dat. pl. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> κασίεσσι <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>345</span>:—[[brother]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>674</span>, etc.; voc. κάσι <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1440</span>: ἡ, [[sister]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>361</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Aet.</span>3.1.23</span>: metaph., <b class="b3">λιγνύν, αἰόλην πυρὸς κ</b>. <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>494</span>; κ. πηλοῦ… κόνις <span class="bibl">Id.<span class="title">Ag.</span>495</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ὁ, gen. [[κάσιος]] first in <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>1229</span>; dat. pl. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> κασίεσσι <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>345</span>:—[[brother]], <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>674</span>, etc.; voc. κάσι <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1440</span>: ἡ, [[sister]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>361</span>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Aet.</span>3.1.23</span>: metaph., <b class="b3">λιγνύν, αἰόλην πυρὸς κ</b>. <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>494</span>; κ. πηλοῦ… κόνις <span class="bibl">Id.<span class="title">Ag.</span>495</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάσις Medium diacritics: κάσις Low diacritics: κάσις Capitals: ΚΑΣΙΣ
Transliteration A: kásis Transliteration B: kasis Transliteration C: kasis Beta Code: ka/sis

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, gen. κάσιος first in Orph.A.1229; dat. pl.

   A κασίεσσι Nic.Th.345:—brother, A.Th.674, etc.; voc. κάσι S.OC1440: ἡ, sister, E.Hec.361, Call.Aet.3.1.23: metaph., λιγνύν, αἰόλην πυρὸς κ. A.Th.494; κ. πηλοῦ… κόνις Id.Ag.495.

German (Pape)

[Seite 1333] ὁ, ἡ, der Bruder, die Schwester; κασιγνήτῳ κάσις, ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι Aesch. Spt. 656, der auch übertr. sagt λιγνὺν μέλαιναν, αἰόλην πυρὸς κάσιν, 476, u. κάσις πηλοῦ διψία κόνις, Ag. 480; κάσι voc., Soph. O. C. 1442 Eur. Med. 167 u. öfter; τὴν Ἕκτορος κάσιν Hec. 365; von sp. D. Lycophr. 399; gen. κάσιος Orph. Arg. 1234; κασίεσσι Nic. Th. 345. – Nach Hesych. auch übh. = ἡλικιώτης.

Greek (Liddell-Scott)

κάσις: ᾰ, ὁ, γεν. κάσιος, πρῶτον ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1234· δοτ. πληθ. κασίεσσι, Νικ. Θηρ. 345:―ἀδελφός, Αἰσχύλ. Θήβ. 674, κτλ.· κλητ. κάσι Σοφ. Ο. Κ. 1440· ἡ κάσις, ἡ ἀδελφή, τὴν Ἕκτορός τε χἁτέρων πολλῶν κάσιν Εὐρ. Ἑκ. 361, 943:―μεταφ., λιγνὺν μέλαιναν, αἰόλην πυρὸς κάσιν Αἰσχύλ. Θήβ. 494· κάσις πηλοῦ ξύνουρος διψία κόνις ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 495· πρβλ. κασιγνήτη· οἱ Λάκωνες τοὺς ἐν τῇ αὐτῇ ἀγέλῃ ἀνατρεφομένους παῖδας ἐκάλουν κάσεις, Böckh ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1, σ. 613. πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. κάσιοι ― (Ὁ τύπος κάσις δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἂν καὶ περιέχεται ἐν τῷ κασίγνητος, -γνήτη. Ἅπαντα εἶναι λέξεις ποιητικαί. Ἡ ἐτυμολογία τοῦ κάσις εἶναι ἄγνωστος: τὰ ὀνόματα Κασσάνδρα, Κασσιέπεια εἰσὶ συγγενῆ).

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
frère ou sœur.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek Monolingual

(I)
κάσις, ὁ, ἡ (Α)
1. αδελφός, αδελφή, κασίγνητος, κασιγνήτη
2. μτφ. αυτός που έχει όμοια φύση ή προέλευση είτε όμοιο προορισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του κασίγνητος, του τ. τών ανθρωπωνυμίων Άλεξις < Αλεξίκακος].
(II)
κάσις, ἡ (Α)
1. πάπ. κράνος, κρανοειδής θήκη
2. μαστίγιο, καμτσίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassis].

Greek Monotonic

κάσις: [ᾰ], κάσιος, κλητ. κάσι, , αδερφός, σε Αισχύλ., Σοφ.· ἡ ἀδερφή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κάσις: ιος (ᾰ) ὁ (voc. κάσι) брат Trag.
ιος ἡ сестра Aesch., Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάσις -ιος, ὁ, ἡ, vocat. sing. κάσι, broer of zus; overdr. verwant:. πυρὸς κάσις (rookwalm,) een zusje van vuur Aeschl. Sept. 494.

Middle Liddell


a brother, Aesch., Soph.:— a sister, Eur.