Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μακρηγορία: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μακρηγορία''': Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, μακρὰ [[διάλεξις]], [[μακρολογία]], Πινδ. Π. 8. 41, [[Πολυδ]]. Β΄, 121· - [[ὡσαύτως]] -γόρημα, τό, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 68, 1.
|lstext='''μακρηγορία''': Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, μακρὰ [[διάλεξις]], [[μακρολογία]], Πινδ. Π. 8. 41, Πολυδ. Β΄, 121· - [[ὡσαύτως]] -γόρημα, τό, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 68, 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:45, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρηγορία Medium diacritics: μακρηγορία Low diacritics: μακρηγορία Capitals: ΜΑΚΡΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: makrēgoría Transliteration B: makrēgoria Transliteration C: makrigoria Beta Code: makrhgori/a

English (LSJ)

Dor. μακρᾱγ-, ἡ,

   A long-windedness, tediousness, Pi.P.8.30, Poll.2.121.

Greek (Liddell-Scott)

μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, μακρὰ διάλεξις, μακρολογία, Πινδ. Π. 8. 41, Πολυδ. Β΄, 121· - ὡσαύτως -γόρημα, τό, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 68, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
long discours.
Étymologie: μακρήγορος.

Greek Monolingual

η (AM μακρηγορία, Α δωρ. τ. μακραγορία) μακρηγορώ
μακρύς, διεξοδικός, εκτεταμένος λόγος, μακρολογία.

Greek Monotonic

μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, πλήξη από μακρολογία, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μακρηγορία: дор. μακρᾱγορία ἡ пространная речь, многословие Pind.

Middle Liddell


tediousness, Pind. [from μακρήγορος