μακρηγορία: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μακρηγορία''': Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, μακρὰ [[διάλεξις]], [[μακρολογία]], Πινδ. Π. 8. 41, | |lstext='''μακρηγορία''': Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, μακρὰ [[διάλεξις]], [[μακρολογία]], Πινδ. Π. 8. 41, Πολυδ. Β΄, 121· - [[ὡσαύτως]] -γόρημα, τό, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 68, 1. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:45, 7 July 2020
English (LSJ)
Dor. μακρᾱγ-, ἡ,
A long-windedness, tediousness, Pi.P.8.30, Poll.2.121.
Greek (Liddell-Scott)
μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, μακρὰ διάλεξις, μακρολογία, Πινδ. Π. 8. 41, Πολυδ. Β΄, 121· - ὡσαύτως -γόρημα, τό, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 68, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
long discours.
Étymologie: μακρήγορος.
Greek Monolingual
η (AM μακρηγορία, Α δωρ. τ. μακραγορία) μακρηγορώ
μακρύς, διεξοδικός, εκτεταμένος λόγος, μακρολογία.
Greek Monotonic
μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, πλήξη από μακρολογία, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μακρηγορία: дор. μακρᾱγορία ἡ пространная речь, многословие Pind.
Middle Liddell
tediousness, Pind. [from μακρήγορος