σπατάγγης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σπατάγγης''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] θαλασσίου ἐχίνου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 359, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 2· αἰτιατ. πληθ. πατάγγας, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 47. - Καθ’ Ἡσύχ. «οἱ μεγάλοι ἐχῖνοι οἱ θαλάσσιοι».
|lstext='''σπατάγγης''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] θαλασσίου ἐχίνου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 359, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 2· αἰτιατ. πληθ. πατάγγας, Πολυδ. Ϛ΄, 47. - Καθ’ Ἡσύχ. «οἱ μεγάλοι ἐχῖνοι οἱ θαλάσσιοι».
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπατάγγης Medium diacritics: σπατάγγης Low diacritics: σπατάγγης Capitals: ΣΠΑΤΑΓΓΗΣ
Transliteration A: spatángēs Transliteration B: spatangēs Transliteration C: spataggis Beta Code: spata/gghs

English (LSJ)

ου, ὁ, a kind of

   A sea-urchin, Sophr.102, Ar.Fr.409, Arist.HA530b4; πάταγγας acc. pl., Poll.6.47 (v.l. πάταγα, παταγας).

Greek (Liddell-Scott)

σπατάγγης: -ου, ὁ, εἶδος θαλασσίου ἐχίνου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 359, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 2· αἰτιατ. πληθ. πατάγγας, Πολυδ. Ϛ΄, 47. - Καθ’ Ἡσύχ. «οἱ μεγάλοι ἐχῖνοι οἱ θαλάσσιοι».

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
1 sorte d’oursin, poisson;
2 p. anal. sexe de la femme (AR, fr. 409).
Étymologie: DELG emprunt prob.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
ο σπάταγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Η σύνδεση της λ. με το ρ. σπάω / σπῶ «ρουφώ, πιπιλίζω» δεν θεωρείται πιθανή].

Russian (Dvoretsky)

σπᾱτάγγης: ου, v. l. σπάταγγος ὁ зоол. спатанг (разновидность морского ежа) Arph., Arst.

Frisk Etymological English

-ου
Grammatical information: m.
Meaning: kind of sea urchin (Sophr. 102, Ar. Fr. 409, Arist.);
Other forms: πάταγγας acc. pl. id. (Poll.). Note also φατάγγης animal with scales (Schuppentier) (Ael.) (Furnée 111 n. 58, 164, 281; not in LSJ).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Unexplained foreign word. (Hardly to σπάω suck (cf. on σπατάλη)? -- From this σπαταγγίζειν ταράσσειν H. - The variation shows that the word is Pre-Greek,

Frisk Etymology German

σπατάγγης: -ου
{spatággēs}
Forms: πάταγγας Akk. pl. ib. (Poll.).
Grammar: m.
Meaning: Art Seeigel (Sophr. 102, Ar. Fr. 409, Arist.);
Etymology : Unerklärtes Fremdwort. Oder zu σπάω saugen (vgl. zu σπατάλη)? — Davon σπαταγγίζειν· ταράσσειν H.
Page 2,759