ἐκποίησις: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκποίησις''': -εως, ἡ, [[ἀποβολή]], [[ἔκριψις]], ἀποσπερματισμός, Ἡρόδ. 3. 109. ΙΙ. [[ἔκδοσις]] τέκνου πρὸς υἱοθεσίαν, | |lstext='''ἐκποίησις''': -εως, ἡ, [[ἀποβολή]], [[ἔκριψις]], ἀποσπερματισμός, Ἡρόδ. 3. 109. ΙΙ. [[ἔκδοσις]] τέκνου πρὸς υἱοθεσίαν, Πολυδ. ϛ΄, 178. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:15, 7 July 2020
English (LSJ)
εως, ἡ,
A putting forth: emissio seminis, Hdt.3.109. II giving out a child in adoption, Poll.6.178, D.C.37.51. III completion, erection, ναοῦ Id.37.44, cf. 45.6. IV alienation, Cod.Just.1.2.17.5, al.
German (Pape)
[Seite 775] ἡ, das Vonsichthun, z. B. Samenergießung, Her. 3, 109; τέκνων, das Weggeben der Kinder zur Adoption, Poll. 6, 178; Veräußerung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκποίησις: -εως, ἡ, ἀποβολή, ἔκριψις, ἀποσπερματισμός, Ἡρόδ. 3. 109. ΙΙ. ἔκδοσις τέκνου πρὸς υἱοθεσίαν, Πολυδ. ϛ΄, 178.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
émission de la semence génitale.
Étymologie: ἐκποιέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [sg. dat. ἐκποιήσι Hdt.3.109]
I 1procreación, acto de procreación ἐπεὰν ... ἐν αὐτῇ ᾖ ὁ ἔρσην τῇ ἐκποιήσι Hdt.l.c.
2 edificación, construcción ὅπως τὴν δόξαν τῆς ἐκποιήσεως λάβῃ D.C.37.44.2, cf. 43.14.6, 45.6.4.
II 1entrega en adopción de un niño ἐ. τέκνων Poll.6.178, διὰ τὴν ἐς τὸ τοῦ Αὐγούστου γένος ἐκποίησιν D.C.55.27.4.
2 paso a una situación social diferente, de Clodio, que abjuró del rango patricio para ser tribuno de la plebe, D.C.37.51.2
•emancipación σωμάτων ἀπελευθέρων ἐ. Vett.Val.170.8.
3 jur. enajenación de propiedades, trad. de lat. alienatio τῶν ἀναγκαίων ἀκινήτων καὶ τῶν ἄρτων ἡ ἐ. καὶ ἡ ὑποθήκη Cod.Iust.1.2.17.5, τὴν τούτων ἐκποίησιν πεποιηκώς PMich.659.102 (VI d.C.).
Greek Monotonic
ἐκποίησις: -εως, ἡ, εκροή, εκπομπή, εξαπόλυση, αποβολή, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκποίησις: εως ἡ испускание семени Her.