ἐκμελής: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκμελής''': -ές, ([[μέλος]]) ἔξω τοῦ μέλους, [[παράφωνος]], κακόηχος, ἀντίθετον τῷ ἐμμελὴς (πρβλ. [[πλημμελής]]), Τίμ. Λοκρ. 101Β, Πλουτ. Δημήτρ. 1· ἄτακτος, [[ἀνάγωγος]], [[ἀχαλίνωτος]], Πλουτ. Λύσ. 23· «ἐκμελές, ἠμελημένον» Σουΐδ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «[[ἐκμελής]]· [[ἀνάρμοστος]], ἄτακτος, ἄρρυθμος». ― Ἐπίρρ. –λῶς [[Πολυδ]]. Δ΄, 57.
|lstext='''ἐκμελής''': -ές, ([[μέλος]]) ἔξω τοῦ μέλους, [[παράφωνος]], κακόηχος, ἀντίθετον τῷ ἐμμελὴς (πρβλ. [[πλημμελής]]), Τίμ. Λοκρ. 101Β, Πλουτ. Δημήτρ. 1· ἄτακτος, [[ἀνάγωγος]], [[ἀχαλίνωτος]], Πλουτ. Λύσ. 23· «ἐκμελές, ἠμελημένον» Σουΐδ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «[[ἐκμελής]]· [[ἀνάρμοστος]], ἄτακτος, ἄρρυθμος». ― Ἐπίρρ. –λῶς Πολυδ. Δ΄, 57.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:20, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμελής Medium diacritics: ἐκμελής Low diacritics: εκμελής Capitals: ΕΚΜΕΛΗΣ
Transliteration A: ekmelḗs Transliteration B: ekmelēs Transliteration C: ekmelis Beta Code: e)kmelh/s

English (LSJ)

ές, (μέλος)

   A out of tune, dissonant, Ph.1.375, al., Ti.Locr. 101b, Plu.Demetr.1; unbridled, φιλοτιμία Id.Lys.23; of persons, Just.Nov.136.6. Adv. -λῶς Poll.4.57.

German (Pape)

[Seite 769] ές, mißtönend, unharmonisch; καὶ ἀνάρμοστος Tim. Locr. 101 b; Plut. u. A.; im Ggstz von ἐμμελής auch = übertrieben, φιλοτιμία Plut. Lys. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμελής: -ές, (μέλος) ἔξω τοῦ μέλους, παράφωνος, κακόηχος, ἀντίθετον τῷ ἐμμελὴς (πρβλ. πλημμελής), Τίμ. Λοκρ. 101Β, Πλουτ. Δημήτρ. 1· ἄτακτος, ἀνάγωγος, ἀχαλίνωτος, Πλουτ. Λύσ. 23· «ἐκμελές, ἠμελημένον» Σουΐδ., κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ἐκμελής· ἀνάρμοστος, ἄτακτος, ἄρρυθμος». ― Ἐπίρρ. –λῶς Πολυδ. Δ΄, 57.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dissonant ; fig. déplacé, peu convenable.
Étymologie: ἐκ, μέλος.

Spanish (DGE)

-ές
mús.
1 no musical, disonante, que desafina φωνή Thphr.Fr.89.13, καταπύκνωσις Aristox.Harm.47.15, μουσικῆς ὄργανον ἐκμελές Ph.1.375, Θρᾴτταις δὲ γυναιξὶ ἐκμελὴς δόξεις a las mujeres tracias parecerá que desafinas de Orfeo, Philostr.Iun.Im.6.3, cf. Poll.4.57
de la palabra malsonante, disonante ποίημα Ph.1.552, εὐχή Aristid.Or.26.197, cf. Gr.Nyss.Eun.1.54
subst. τὸ ἐ. la discordancia καὶ γὰρ ἰατρικῇ τὸ νοσερὸν καὶ ἁρμονικῇ τὸ ἐ. Plu.Demetr.1
fig. del aspecto físico falto de armonía, deforme, desencajado ἡ δὲ ἐ. τοῦ προσώπου ἔκλυσις ref. a la mueca producida por un tipo de risa, Clem.Al.Paed.2.5.46.
2 adv. -ῶς en forma disonante, desafinada κἂν ... ὁ κιθαρῳδὸς ἐ. ᾄδῃ D.Chr.32.46, τινα φωνὴν οὐκ ἐ. ἀφιέναι Plot.4.3.12, cf. Poll.4.57
de palabras en forma malsonante (ἐ.) ἐλέγοντο Olymp.Iob 191.4
fig. ἐ. ἔχειν estar en disonancia, en desacuerdo παρὰ τὴν τῶν ὄντων αἰτίαν ἐ. ἔχει Aristid.Quint.108.1.

• Etimología: Cf. μέλος.
-ές
despreocupado, descuidado, desordenado φιλοτιμία Plu.Lys.23, βίος D.Chr.68.7, γνώμη X.Ep.2, cf. Iust.Nou.136.6.

• Etimología: Cf. μέλω.

Greek Monolingual

ἐκμελής, -ές (AM)
μσν.
αμελής, χαλαρός
αρχ.
1. άρρυθμος, παράφωνος
2. αντιπαθητικός
3. αυτός που ξεπερνά το μέτρο, αχαλίνωτος
4. απρεπής, ανάρμοστος.

Greek Monotonic

ἐκμελής: -ές (μέλος), αυτός που είναι εκτός τόνου, παράφωνος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμελής:
1) неблагозвучный, нестройный (ἐ. τε καὶ ἀνάρμοστος Plat.);
2) несообразный, неумеренный (φιλοτιμία Plut.).

Middle Liddell

ἐκ-μελής, ές μέλος
out of tune, dissonant, Plut.