ἀπερίοπτος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερίοπτος''': -ον, [[ὀλίγωρος]], [[ἀμέριμνος]], τῶν πάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ [[νικᾶν]], τῶν πάντων ὀλιγωροῦσιν ἵνα νικήσωσι, Θουκ. 1. 41. ― Ἐπίρρ. -τως | |lstext='''ἀπερίοπτος''': -ον, [[ὀλίγωρος]], [[ἀμέριμνος]], τῶν πάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ [[νικᾶν]], τῶν πάντων ὀλιγωροῦσιν ἵνα νικήσωσι, Θουκ. 1. 41. ― Ἐπίρρ. -τως Πολυδ. Γ΄ , 117. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 21:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A unregarding, reckless of, πάντων Th.1.41, J.AJ19.1.11: abs., Onos.1.22. Adv.-τως Poll.3.117.
German (Pape)
[Seite 288] nicht um sich schauend, sich um etwas nicht kümmernd, ἁπάντων Thuc. 1, 41 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίοπτος: -ον, ὀλίγωρος, ἀμέριμνος, τῶν πάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν, τῶν πάντων ὀλιγωροῦσιν ἵνα νικήσωσι, Θουκ. 1. 41. ― Ἐπίρρ. -τως Πολυδ. Γ΄ , 117.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
indifférent à.
Étymologie: ἀ, περιόψομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no se cuida, que no da importancia, no atento c. gen. τῶν ἁπάντων ἀπερίοπτοί εἰσι παρὰ τὸ νικᾶν Th.1.41, cf. I.AI 19.72, τῶν πολεμικῶν σφαλμάτων D.C.Epit.8.26.6
•c. inf. ἀπερίοπτον (sc. ἐστι) no tiene importancia, es indiferente Onas.1.22.
2 inaprensible εἰκὸς αὐτὴν μὲν τὴν οὐσίαν ἀ. εἶναι παντί Basil.M.29.544B.
II adv. -ως descuidadamente Poll.3.117.
Greek Monolingual
ἀπερίοπτος, -ον (Α)
αυτός που δεν προσέχει γύρω του, αμέριμνος.
Greek Monotonic
ἀπερίοπτος: -ον (περιόψομαι, μέλ. του περιοράω), αμέριμνος, αμελής, πάντων, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερίοπτος: не обращающий внимания, пренебрегающий (τινος Thuc.).
Middle Liddell
[περιόψομαι, fut. of περιοράω
unregarding, reckless of, πάντων Thuc.