αὐτόχρημα: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftochrima | |Transliteration C=aftochrima | ||
|Beta Code=au)to/xrhma | |Beta Code=au)to/xrhma | ||
|Definition=Adv. <span class="sense" | |Definition=Adv. <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[in very deed]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>78</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dem.Enc.</span>13</span>, <span class="bibl">Procop.Gaz.<span class="title">Ep.</span>58</span>, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>5.20</span>; dub. in S.<span class="title">Ichn.</span>38. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[just]], [[exactly]], <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>2.44</span>, Aristid.2.228 J. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[straightway]], <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>6.181b</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:30, 10 December 2020
English (LSJ)
Adv. A in very deed, Ar.Eq.78, Luc.Dem.Enc.13, Procop.Gaz.Ep.58, Iamb.Myst.5.20; dub. in S.Ichn.38. 2 just, exactly, Ael.NA2.44, Aristid.2.228 J. II straightway, Jul.Or.6.181b.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόχρημα: ἐπίρρ., «αὐτὸ τὸ πρᾶγμα» (Ἡσύχ.), τῇ ἀληθείᾳ, πράγματι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 78. ΙΙ. ἀκριβῶς, ἀπαραλλάκτως, Αἰλ. π. Ζ. 2. 44, Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 13.
French (Bailly abrégé)
adv.
justement, exactement.
Étymologie: αὐτός, χρῆμα.
Spanish (DGE)
adv.
1 de hecho, en realidad τοσόνδε δ' αὐτοῦ βῆμα διαβεβηκότος ὁ πρωκτός ἐστιν αὐ. ἐν Χάοσιν Ar.Eq.78, cf. Et.Gen.1424
•en el momento, al punto φλεγμαινούσαις νέων ὁρμαῖς αὐ. Luc.Dem.Enc.13, cf. Iambl.Myst.5.20, Iul.Or.9.181b, Σπαρτιάτης αὐ. γεγένημαι Procop.Gaz.Ep.101, ὡς αὐ. βασιλέα ἀτιμάσας Anast.Ant.Fr.M.89.1405A.
2 justamente, exactamente λυποῦσι ... δηκτικαὶ προσπίτπουσαι, ὡς αὐ. ἐπὶ τῆς γῆς αἱ μυῖαι Ael.NA 2.44, εἰ δέ τις ἀχθεσθήσεται τούτοις ὑπὲρ Πλάτωνος, αὐ. τἀναντία οἷς βούλεται ποιήσει Aristid.Or.3.366
•absolutamente θανάτου κρείττων ἐστὶν ὁ τοῦ θεοῦ λόγος, μᾶλλον δὲ αὐ. ζωή Cyr.Al.Apol.Thdt.12.92.
3 de por sí ὁ σοφοῦν ἑτέρους δυνάμενος ... οὐκ αὐ. ἐστιν ἡ σοφία, ἀλλὰ τῆς ἐνούσης ἐν αὐτῷ σοφίας διάκονος Cyr.Al.M.73.125B
•verdaderamente ὁ δὲ αὐ. Μακκαβαῖος Synes.Ep.5 (p.16).
Greek Monolingual
(AM αὐτόχρημα) επίρρ.
πραγματικά
αρχ.-μσν.
1. εξολοκλήρου, απολύτως
2. αμέσως
3. ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + χρήμα «κάθε τι που συμβαίνει, πράγμα, γεγονός» (πρβλ. επίρρ. παραχρήμα «ευθύς, αμέσως» από τη φράση «παρά το χρήμα»)].
Greek Monotonic
αὐτόχρημα: επίρρ.,
I. αληθινά και πραγματικά, σε Αριστοφ.
II. ακριβώς, ομοίως και απαραλλάκτως, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόχρημα: adv.
1) действительно, в самом деле Arph.;
2) в точности Luc.
Middle Liddell
I. in very deed, really and truly, Ar.
II. just, exactly, Luc.