Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολιός: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kolios
|Transliteration C=kolios
|Beta Code=kolio/s
|Beta Code=kolio/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[green woodpecker]], [[Picus viridis]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>593a8</span>, al. (vv.ll. <b class="b3">κολεός, κελεός</b>).</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[green woodpecker]], [[Picus viridis]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>593a8</span>, al. (vv.ll. <b class="b3">κολεός, κελεός</b>).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:32, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολιός Medium diacritics: κολιός Low diacritics: κολιός Capitals: ΚΟΛΙΟΣ
Transliteration A: koliós Transliteration B: kolios Transliteration C: kolios Beta Code: kolio/s

English (LSJ)

ὁ,    A green woodpecker, Picus viridis, Arist.HA593a8, al. (vv.ll. κολεός, κελεός).

German (Pape)

[Seite 1473] ὁ, der Grünspecht, Arist. H. A. 9, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κολιός: ὁ, εἶδος δρυοκολάπτου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8, κ. ἀλλ. (μετὰ διαφ. γραφῶν: κολεός, κελεός· Bekk. κελεός).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sorte d’oiseau.
Étymologie: iotacisme p. κολοιός ?

Greek Monolingual

(I)
ο (Α κολιός)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολιόμορφων πτηνών της οικογένειας coliidae
αρχ.
είδος δρυοκολάπτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. κελεός «πράσινος δρυοκολάπτης»].
(II)
ο
1. το ψάρι σκόμβρος ο κολίας
2. παροιμ. α) «κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο» — καθετί πρέπει να γίνεται στην κατάλληλη στιγμή
β) «κολιός και κολιός κι από ένα βαρέλι» — λέγεται i) για πράγματα ίσης, χαμηλής αξίας
ii) για συνταύτιση πραγμάτων τα οποία εσφαλμένα θεωρούνται ως όμοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κολοιός, με συνίζηση, οπότε η ορθότερη γρφ. του τ. θα ήταν με -οι-, ή κατ' άλλους < κολίας.

Russian (Dvoretsky)

κολιός: ὁ зеленый дятел (разновидность) Arst.