μεσήρης: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mesiris
|Transliteration C=mesiris
|Beta Code=mesh/rhs
|Beta Code=mesh/rhs
|Definition=poet. μεσσ-, ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[in the middle]], [[midmost]], γαίας ἕδρα <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>910</span> (lyr.); <b class="b3">Σείριος ἔτι μ</b>. is still <b class="b2">in mid-heaven</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">IA</span>8</span> (anap.); μ. παντὸς Ὀλύμπου <span class="bibl">Eratosth.16.1</span>.</span>
|Definition=poet. μεσσ-, ες, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[in the middle]], [[midmost]], γαίας ἕδρα <span class="bibl">E.<span class="title">Ion</span>910</span> (lyr.); <b class="b3">Σείριος ἔτι μ</b>. is still <b class="b2">in mid-heaven</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">IA</span>8</span> (anap.); μ. παντὸς Ὀλύμπου <span class="bibl">Eratosth.16.1</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:05, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσήρης Medium diacritics: μεσήρης Low diacritics: μεσήρης Capitals: ΜΕΣΗΡΗΣ
Transliteration A: mesḗrēs Transliteration B: mesērēs Transliteration C: mesiris Beta Code: mesh/rhs

English (LSJ)

poet. μεσσ-, ες,    A in the middle, midmost, γαίας ἕδρα E.Ion910 (lyr.); Σείριος ἔτι μ. is still in mid-heaven, Id.IA8 (anap.); μ. παντὸς Ὀλύμπου Eratosth.16.1.

German (Pape)

[Seite 137] ες, poet. μεσσήρης, in der Mitte stehend, mitten, Σείριος ἔτι μεσσήρης Eur. I. A. 8, γαίας μεσσήρεις ἕδρας Ion 910, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

μεσήρης: ποιητ. μεσσ-, ες, ὁ ἐν τῷ μέσῳ, μέσος, Εὐρ. Ἴων 910· Σείριος ἔτι μ., εἶναι εἰσέτι ἐν τῷ μεσουρανήματι, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 8.

French (Bailly abrégé)

poét. μεσσήρης;
ης, ες :
placé litt. ajusté au milieu.
Étymologie: μέσος, ἄρω.

Greek Monolingual

μεσήρης και ποιητ. τ. μεσσήρης, -ῆρες (Α)
αυτός που βρίσκεται στο μέσο, ο μέσος ή μεσαίοςπρός... γαίας μεσσήρεις ἕδρας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -ήρης (πρβλ. ποδ-ήρης). Για τον τ. με δύο -σ- βλ. λ. μέσος.

Greek Monotonic

μεσήρης: (*ἄρω), ποιητ. μεσσ-, - ες, στο μέσον, αυτός που βρίσκεται στη μέση, σε Ευρ.· Σείριος ἔτι μεσήρης, ο Σείριος βρίσκεται ακόμη στο μέσο του ουρανού, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μεσήρης: поэт. μεσσήρης 2 находящийся в середине (γαίας ἕδραι Eur.): Σείριος ἔτι μ. Eur. Сириус находится еще в середине своего пути.

Middle Liddell

[*ἄρω]
in the middle, midmost, Eur.; Σείριος ἔτι μ. Sirius is still in mid-heaven, Eur.