μεταναστεύω: Difference between revisions
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metanasteyo | |Transliteration C=metanasteyo | ||
|Beta Code=metanasteu/w | |Beta Code=metanasteu/w | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[remove]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>51(52).5</span>, <span class="bibl">Ph.1.299</span>:—Med., [[depart]], [[flee]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Ps.</span>10(11).1</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> intr. in Act., = Med., ib.<span class="bibl">61(62).6</span>, Str. <span class="title">Chr.</span>7.5.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:15, 11 December 2020
English (LSJ)
A remove, LXX Ps.51(52).5, Ph.1.299:—Med., depart, flee, LXX Ps.10(11).1. 2 intr. in Act., = Med., ib.61(62).6, Str. Chr.7.5.
German (Pape)
[Seite 151] (vom Folgdn), weg und anderswohin ziehen, auswandern, Synes. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεταναστεύω: (ἐκ τοῦ μετανάστης, δι’ ὃ παρατ. μετενάστευον, καὶ ἀόρ. μετενάστευσα καὶ οὐχὶ μετη-), μετοικῶ, καταλείπω τὸν τόπον μου καὶ μεταβαίνω ἀλλαχόσε, Φίλων 1. 299, Συνεσ. Ἐπιστ. 124. ― Μέσ., Ἑβδ. (Ψαλμ. Ι΄, 1)· ― μετανάστευσις, = μετανάστασις, Εὐστ. Πονημάτ. 214. 86. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 197-198.
Greek Monolingual
(ΑΜ μεταναστεύω) μετανάστης
εγκαταλείπω έναν τόπο διαμονής και μεταβαίνω σε άλλον, γίνομαι μετανάστης, μετοικώ, αποδημώ
αρχ.
1. μέσ. μεταναστεύομαι
απομακρύνομαι, φεύγω, μετοικώ («μεταναστεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς στρουθίον», ΠΔ)
2. μτφ. (σχετικά με τη ζωή) εγκαταλείπω, πεθαίνω («μεταναστεῡσαι τῆς ἀνθρωπίνης ζωής», Ευστ.).