τηγανίζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tiganizo | |Transliteration C=tiganizo | ||
|Beta Code=thgani/zw | |Beta Code=thgani/zw | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[fry in a]] [[τήγανον]], <span class="bibl">Posidipp.5</span> (Pass.), <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ma.</span>7.5</span>, Dsc.5.3 (Pass.), <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>7.8.1</span>: metaph., dub. in <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>665 ii 3</span> (i A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:50, 12 December 2020
English (LSJ)
A fry in a τήγανον, Posidipp.5 (Pass.), LXX 2 Ma.7.5, Dsc.5.3 (Pass.), J.AJ7.8.1: metaph., dub. in BGU665 ii 3 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 1105] im Tiegel, in der Pfanne schmelzen oder braten, Posidipp. bei Poll. 10, 98.
Greek (Liddell-Scott)
τηγᾰνίζω: ὡς καὶ νῦν, Ποσείδιππ. ἐν «Ἀποκλειομένῃ» 3, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ζ΄, 5), ποιητ. ἀπαρ. παθ. ἀορ. τηγανισθῆμεν ἐκ διορθώσ. τοῦ Ahrens ἐν Ἐπιχ. 24.
French (Bailly abrégé)
frire.
Étymologie: τήγανον.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α τήγανον/ τάγηνον
ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῡ τετηγανισμένου», Αριστοφ.)
νεοελλ.
μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον
μσν.-αρχ.
βασανίζω και θανατώνω στην πυρά (α. «ὁ πλούσιος πυρὶ τηγανιζόμενος μετὰ θάνατον», Ευστ.
β. «ἐκέλευσε τῇ πυρᾷ προσάγειν ἔμπνουν καὶ τηγανίζειν», ΠΔ)
αρχ.
μέσ. τηγανίζομαι
μτφ. φλέγομαι, έχω δυνατή επιθυμία για κάτι («ἐτηγανίζετο ἀναβῆναι, ὅπως σὲ παρακαλέσῃ εὐλαβεῑν αὐτήν», πάπ.).