δίζυξ: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " " to "") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dizyks | |Transliteration C=dizyks | ||
|Beta Code=di/zuc | |Beta Code=di/zuc | ||
|Definition=ζῠγος, <span class="sense"> | |Definition=ζῠγος, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[double-yoked]], ἵπποι <span class="bibl">Il.5.195</span>, <span class="bibl">10.473</span>; [[double]], δίζυγος ἠπείροιο <span class="title">AP</span>4.3b.40 (Agath.); <b class="b3">δ. χαλκός</b> [[castanets]], ib.<span class="bibl">9.139</span> (Claudian): neut. pl., δίζυγα ξύλα <span class="title">IG</span>12(9).907.30 (Chalcis); δίζυγι πυρί <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>22.352</span>; <b class="b3">δ. κῶλα</b> [[having two bones]] (cf. [[διζυγής]]), Paul. Aeg.<span class="bibl">6.107</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:15, 29 December 2020
English (LSJ)
ζῠγος, A double-yoked, ἵπποι Il.5.195, 10.473; double, δίζυγος ἠπείροιο AP4.3b.40 (Agath.); δ. χαλκός castanets, ib.9.139 (Claudian): neut. pl., δίζυγα ξύλα IG12(9).907.30 (Chalcis); δίζυγι πυρί Nonn.D.22.352; δ. κῶλα having two bones (cf. διζυγής), Paul. Aeg.6.107.
German (Pape)
[Seite 623] υγος, zweispännig, zu zweien zusammengespannt; Homer zweimal, Iliad. 5, 195. 10, 473 παρὰ δέ σφιν ἑκάστῳ δίζυγες ἵπποι
French (Bailly abrégé)
-ζυγός (ὁ, ἡ)
attelé à deux.
Étymologie: δίς, ζεύγνυμι.
English (Autenrieth)
υγος (ζεύγνῦμι): pl., yoked two abreast, Il. 5.195 and Il. 10.473.
Spanish (DGE)
-ῠγος
1 en plu. uncidos de dos en dos δίζυγες ἵπποι Il.5.195, 10.473.
2 doble, que consta de dos partes δ. ... χαλκός de los crótalos AP 9.139 (Claudianus), αὐλός Nonn.D.8.17, συνωρὶς δ. παίδων Nonn.D.9.96, εὐεπίη AP 16.316 (Michaelius), op. μονόζυξ: ξύλα IG 12(9).907.30 (Calcis IV d.C.), δίζυγα κῶλα miembros que tienen dos huesos Paul.Aeg.6.107.2
•doble, que consiste en dos μαζός Nonn.D.9.97, πῦρ Nonn.D.22.352, δίζυγος ἠπείροιο ... κεραίη AP 4.86, cf. 9.482 (ambos Agath.)
•c. plu. dos δίζυγες ... υἱέες dos hijos, IEryth.303.2 (heleníst.), δίζυγες ... πόδες Nonn.D.9.179
•de dos en dos περόωσι ... δίζυγες ἄλλοι Opp.H.1.444.
Greek Monolingual
δίζυξ, ο, η και διζυγής, -ές (Α)
1. (για ζώα) ο ζευγμένος με άλλον
2. διπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -ζυξ < (θ.) ζυγ- του εζύγην, παθητικός αόρ. β' του ζεύγνυμι (πρβλ. άζυξ, ομόζυξ, σύζυξ)].
Greek Monotonic
δίζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ (ζυγόν), αυτός που βρίσκεται μαζί με κάποιον άλλο στο ζυγό, ἵπποι, σε Ομήρ. Ιλ.· διπλός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δίζυξ: ῠγος adj.
1) запряженный в паре: δίζυγες ἵπποι Hom. пароконная запряжка;
2) двойной: δ. ἤπειρος Anth. два (оба) материка, т. е. Европа и Африка.
Middle Liddell
δί-ζυξ, ζῠγος, ὁ, ἡ, n ζυγόν
double-yoked, ἵπποι Il.: double, Anth.